Σαν σήμερα, πριν 67 χρόνια, έπεσε μαχόμενος κατά του αγγλικού ζυγού ο Yπαρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α, Γρηγόρης Αυξεντίου. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928 στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου. Μετά την αποφοίτησή του από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου μετέβη στην Μητροπολιτική Ελλάδα και φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, αφού όνειρο και καημός του ήταν να υπηρετήσει στον Ελληνικό στρατό. Παράλληλα μελετούσε φιλοσοφία, καθώς σκόπευε να εγγραφεί αργότερα στη Φιλοσοφική Σχολή. Αποφοιτώντας από τη σχολή, θήτευσε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα στον 1ο λόχο του 613ου τάγματος πεζικού.
Τον Νοέμβριο του 1952, αφού τελείωσε τη θητεία του, επέστρεψε στην Κύπρο, όπου εργάστηκε δίπλα στον πατέρα του σαν οδηγός ταξί, μεταφέροντας εργάτες από τη Λύση στην Αμμόχωστο. Γαλουχημένος με τα ιδανικά της Ελλάδος και έχοντας πάνω απ’ όλα την αγάπη του για την πατρίδα, στις 22 Ιανουαρίου 1955 συνάντησε για πρώτη φορά τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή, και μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α με το αξίωμα του υπαρχηγού με καθήκον να οργανώσει τον τομέα Αμμοχώστου.
Η 1η Απριλίου του 1955, ημέρα έναρξης του αγώνα, βρίσκει τον Αυξεντίου να ηγείται των επιθέσεων κατά των Άγγλων στον τομέα του. Πολύ γρήγορα έγιναν αντιληπτές οι ηγετικές του δυνατότητες από τους Άγγλους κατακτητές οι οποίοι τον επικήρυξαν αρχικά με το ποσό των 250 λιρών, που στη συνέχεια έφτασε μέχρι τις 5000 λίρες, μυθικό ποσό για την εποχή. Μετά την επικήρυξή του, μετατέθηκε στον τομέα Κερύνειας και έτσι συνέχισε τον αγώνα του από τα βουνά του Πενταδακτύλου. Εκεί, ως έμπειρος αξιωματικός, έμαθε στους συμπατριώτες του τη χρήση των όπλων και τις τεχνικές του ανταρτοπόλεμου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κερύνεια, παντρεύτηκε κρυφά την αγαπημένη του Βασιλική στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1955 ο Διγενής, ο Αυξεντίου και οι συναγωνιστές του παγιδεύτηκαν από τους Άγγλους στο Τρόοδος και έδωσαν την ιστορική μάχη των Σπηλιών. Επιδεικνύοντας τις εξαιρετικές στρατιωτικές του ικανότητες πυροβόλησε προς δύο κατευθύνσεις στις οποίες βρίσκονταν οι Άγγλοι οι οποίοι τους απέκλεισαν, με αποτέλεσμα οι δύο φάλαγγες των κατακτητών στρατιωτών να αλληλοπυροβοληθούν. Τον Μάρτιο του 1956 μεταμφιέστηκε σε καλόγηρο και για αρκετά μεγάλο διάστημα, παρέμεινε στο μοναστήρι του Μαχαιρά φιλοξενούμενος από τους Μαχαιριώτες πατέρες. Εκεί, υποδέχτηκε και κέρασε τους Άγγλους στρατιώτες, μεταμφιεσμένος, αφού μπήκαν στο μοναστήρι ψάχνοντας τον με το ψευδώνυμο «Ζήδρος». Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο Γρηγόρης έλαβε τα ψευδώνυμα «Ζήδρος», «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος» και «Ζώτος».
Παρέμεινε, στον τομέα Πιτσιλιάς μέχρι τα τέλη του 1956, αφού λόγω της ασφυκτικής πίεσης και της προδοσίας μεταφέρθηκε με την ομάδα του στον Μαχαιρά.
Η προδοσία δεν ήταν μακριά. Μέσα στο κρησφύγετό τους, λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από το Μοναστήρι της Παναγίας, βρήκε το ξημέρωμα της 1ης Μαρτίου κρυμμένους τους αγωνιστές. Όλο και περισσότεροι Άγγλοι στρατιώτες μαζεύονται στην περιοχή, προκειμένου να εντοπίσουν τον Αυξεντίου. Η ηγετική του διαίσθηση, του έλεγε πως τα περιθώρια στένευαν. «Στην εσχάτη ανάγκη θα αγωνιστώ και θα πεθάνω σαν Έλληνας. Αλλά ζωντανόν δεν θα με πιάσουν». Οι κατακτητές ψάχνοντας μανιωδώς όλη την περιοχή, μέχρι που στις 3 Μαρτίου 1957, το χέρι της προδοσίας κατέδωσε το κρησφύγετο των αγωνιστών και οι αγγλικές δυνάμεις κατέκλυσαν όλο το δάσος Μαχαιρά πλησίον της Μονής. Οι πάνοπλοι Άγγλοι περικύκλωσαν τη σπηλιά και κάλεσαν τον Αυξεντίου να παραδοθεί. Τότε, ο Γρηγόρης πήρε την απόφαση και διέταξε τους συναγωνιστές τους να παραδοθούν. Παρά τις διαμαρτυρίες τους, υπάκουσαν στην εντολή και παραδόθηκαν. Ο Σταυραετός του Μαχαιρά όμως ήταν αποφασισμένος και θα έκανε αυτό που τον πρόσταζε η ελληνική του ψυχή. Θα πολεμούσε μέχρι θανάτου. Στο νέο κάλεσμα του ανθυπολοχαγού Μίντλετον, η απάντηση μέσα από το κρησφύγετο βγήκε δυνατή και καθαρή. «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, ελάτε να με πάρετε» και ένας νέος Λεωνίδας γράφτηκε με χρυσά γράμματα στις σελίδες της μακραίωνης ιστορίας μας.
Ξεσπά τότε η μάχη, η οποία κράτησε 12 ολόκληρες ώρες, χωρίς αποτέλεσμα για τους κατακτητές. Αφού χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, οι Βρετανοί μη μπορώντας να πλησιάσουν το κρησφύγετο διαφορετικά, κατέβρεξαν την περιοχή με βενζίνη και πυρπόλησαν το κρυσφύγετο. Ο Αυξεντίου ρίχνοντας την τελευταία του χειροβομβίδα παρέδωσε μέσα στο κρησφύγετο την ψυχή του περνώντας στην αιωνιότητα. Οι Άγγλοι φοβούμενοι λαϊκό ξεσηκωμό έθαψαν το καμένο σώμα του Γρηγόρη Αυξεντίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, τα λεγόμενα σήμερα «Φυλακισμένα Μνήματα» δίπλα από άλλους αγωνιστές.
Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα σε Λευκωσία κι Αμμόχωστο, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της:
«Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου».
Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του, απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο τον χρυσό Σταυρό του που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.
Ο Αυξεντίου υπήρξε λαμπρός επαναστάτης και πιστός στο σκοπό του Αγώνα που διεξήγαγε, την Απελευθέρωση-Αυτοδιάθεση και Ένωση της Κύπρου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και παραμένει αθάνατος στις μνήμες όλων μας.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης