Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν εντάσεις μεταξύ Σέρβων και Αλβανών στο Βόρειο Κοσσυφοπέδιο, που οδήγησαν στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης. Οι Σέρβοι του Κοσσυφοπεδίου διαδήλωναν καθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, ενάντια στην αυταρχική «κυβέρνηση» της Πρίστινα, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί εις βάρος τους από την ημέρα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της περιοχής, 14 χρόνια πριν.
Οι τελευταίες διαφορές μεταξύ των δύο μερών αφορούν την απόφαση της «κυβέρνησης» για αλλαγή των πινακίδων στα αυτοκίνητα των κατοίκων του Κοσσυφοπεδίου από σερβικές σε άλλες που θα εκδίδονται στην Πρίστινα. Το γεγονός προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων από τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου, εκ των οποίων εκατοντάδες που εργάζονταν ως δήμαρχοι, τοπικοί δικαστές, αστυνομικοί και εργαζόμενοι νοσοκομείων στις βορειότερες περιοχές του «κρατιδίου», παραιτήθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου.
Ακολούθησε η σύλληψη ενός Σέρβου πρώην αστυνομικού, Ντέγιαν Πάντιτς, με την κατηγορία ότι επιτέθηκε σε εν ενεργεία αστυνομικούς της Πρίστινα σε προηγούμενη διαμαρτυρία και έτσι βρέθηκε κατηγορούμενος για τρομοκρατική δράση. Οι ομοεθνείς του, διαμαρτυρόμενοι για τη σύλληψη, τοποθέτησαν οδοφράγματα σε δρόμους που οδηγούν προς τα διοικητικά σύνορα με τη Σερβία και σε άλλους προς την Πρίστινα, αυξάνοντας κατακόρυφα την ένταση.
Το βράδυ της 15ης Δεκεμβρίου, η σερβική κυβέρνηση αποφάσισε να αιτηθεί επίσημα προς τον Διοικητή της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης στο Κοσσυφοπέδιο (KFOR) του ΝΑΤΟ, την επιστροφή σερβικού στρατού και αστυνομίας στο Κοσσυφοπέδιο. Κλήθηκε έκτακτη συνεδρία από το σερβικό κυβερνητικό συμβούλιο, στην οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση. Σε αυτή συμμετείχε ο Πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος δήλωσε στον Τύπο ότι η Σερβία μετέβη για πρώτη φορά σε αυτό το αίτημα επισήμως, μετά τον πόλεμο του 1999, ώστε να μην βρεθεί εκτεθειμένη στο μέλλον, κατηγορούμενη ότι δεν έκανε χρήση αυτού του δικαιώματος. Ο Βούτσιτς εκτίμησε από την ίδια στιγμή ότι, όπως ήταν αναμενόμενο, το αίτημα δεν θα γινόταν αποδεκτό. Ζήτησε, επίσης, την επιστροφή χιλίων Σέρβων στρατιωτών και αστυνομικών βάσει του ψηφίσματος 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ του 1999, για να προστατεύσει τη σερβική μειονότητα της περιοχής.
Στο μεταξύ, τα οδοφράγματα άρχισαν να αυξάνονται σε αριθμό, λόγω απειλών για αστυνομική επιχείρηση από την Πρίστινα. Μάλιστα, ο ηγέτης του Κοσσυφοπεδίου, Άλμπιν Κούρτι, χαρακτήρισε σε προηγούμενες δηλώσεις του «πολεμικά» τα οδοφράγματα των Σέρβων. Επιπλέον, στις 22 Δεκεμβρίου, χιλιάδες Σέρβοι διαδήλωσαν με αίτημα την απόσυρση των αστυνομικών δυνάμεων της Πρίστινα από τον βορρά, έχοντας την υποστήριξη του Σέρβου Προέδρου.
Έπειτα, ο «πρωθυπουργός» του Κοσσυφοπεδίου ζήτησε στις 26 Δεκεμβρίου από τον Διοικητή της KFOR, στρατηγό Αντζέλο Μικέλε, να απομακρύνει τα οδοφράγματα, δηλώνοντας ότι διαφορετικά θα το διευθετούσε η αστυνομία του. Αμέσως, το Βελιγράδι αντέδρασε στις απειλές, με τον Βούτσιτς να θέτει σε κατάσταση υψίστης ετοιμότητας τον στρατό και την αστυνομία. Με τη σειρά του, ο Υπουργός Άμυνας της Σερβίας, Μίλος Βούτσεβιτς, διέταξε τον σερβικό στρατό να βρίσκεται «στον υψηλότερο βαθμό μάχιμης ετοιμότητας, δηλαδή στο επίπεδο της χρήσης ένοπλης ισχύος», όπως έκανε και ο Σέρβος Υπουργός Εσωτερικών, Μπράτισλαβ Γκάσιτς, για τις αστυνομικές δυνάμεις της χώρας. Σημειώνεται ότι ανακοινώσεις για ύψιστη πολεμική ετοιμότητα είχαν γίνει από τη Σερβία και όταν το Βελιγράδι κατηγόρησε το Κοσσυφοπέδιο για παραβίαση του εναέριου χώρου του από drones, στα τέλη Νοεμβρίου.
Στη συνέχεια, στις 28 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο του Κοσσυφοπεδίου αποφάσισε την αποφυλάκιση του Πάντιτς, θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον κράτηση. Η απόφαση αυτή επηρέασε θετικά έως ένα σημείο τη στάση των Σέρβων, ενώ προκάλεσε οργή στην Πρίστινα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημοσίευσαν κοινό ανακοινωθέν, με το οποίο ζητούσαν αυτοσυγκράτηση και αποφυγή ενεργειών που θα ενισχύσουν την ένταση. Ταυτόχρονα, εγγυήθηκαν τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και της προστασίας των Σέρβων και όλων των μειονοτήτων στο Κοσσυφοπέδιο. Επίσης, μέσω του ανακοινωθέντος, εξασφαλίστηκε ότι δεν θα ασκηθούν διώξεις εναντίον όσων συμμετείχαν στους αποκλεισμούς των δρόμων και πως θα αποχωρήσουν από το βόρειο Κοσσυφοπέδιο οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας της Πρίστινα.
Έτσι, ο Σέρβος Πρόεδρος ζήτησε την απόσυρση των οδοφραγμάτων, εφόσον η ανακοίνωση κάλυπτε πλήρως τη σερβική πλευρά και συναντήθηκε έπειτα με τους πολιτικούς εκπροσώπους των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου. Οι τελευταίοι, στην πλειοψηφία τους, δεν συμφώνησαν με την απομάκρυνση των οδοφραγμάτων, επειδή δεν εμπιστεύονται την «κυβέρνηση» της Πρίστινα, όπως υποστήριξαν. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, προγραμματίστηκε στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο συνεδρίαση της επιτροπής κρίσης των Σέρβων, ώστε να ληφθεί τελική απόφαση, ενώ ο Βούτσιτς μετέβη με ελικόπτερο στα σύνορα για να μιλήσει με εκπροσώπους των Σέρβων στην πόλη Ράσκα, κοντά στα διοικητικά σύνορα της Σερβίας με το Κοσσυφοπέδιο.
Η συνάντηση οδήγησε, εν τέλει, στην απόσυρση των οδοφραγμάτων, που πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα, 29 Δεκεμβρίου. «Τα οδοφράγματα θα αποσυρθούν, αλλά η δυσπιστία παραμένει. Όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να παίξουν με τις ζωές των Σέρβων και την επιβίωσή τους πρέπει να ξέρουν ότι, όπως δεν το επιτρέψαμε μέχρι τώρα, ενωμένοι, δεν θα το επιτρέψουμε ούτε στο μέλλον», δήλωσε μετά τη συνάντηση ο Σέρβος Πρόεδρος. Στις 30 Δεκεμβρίου, επαναλειτούργησαν μετά από 20 μέρες και οι συνοριακές διαβάσεις προς την κεντρική Σερβία, «Γιάρινιε» και «Μπίρνιακ». Μόλις τερματίστηκε ο αποκλεισμός των δρόμων, στρατιωτικά οχήματα της KFOR άρχισαν τις περιπόλους στον βορρά του Κοσσυφοπεδίου.
Ωστόσο, αφού προηγήθηκαν νέες εντάσεις μεταξύ Σέρβων και «αρχών» του Κοσσυφοπεδίου, το αίτημα του Σέρβου Προέδρου για επιστροφή δυνάμεων ασφαλείας της Σερβίας στο Κοσσυφοπέδιο, απορρίφθηκε από την KFOR. Σύμφωνα με τις σχετικές δηλώσεις του Προέδρου, που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή, 8 Ιανουαρίου, δεν υπάρχει λόγος να τεθεί το ζήτημα στο ΣΑ του ΟΗΕ.
Τα προβλήματα στο Κοσσυφοπέδιο ξεκινούν επί της ουσίας από τις ξένες παρεμβάσεις στην περιοχή, κυρίως από το ΝΑΤΟ, με σκοπό την εξασφάλιση πρόσβασης στα Βαλκάνια, κάτι που οδήγησε σε συρράξεις της συμμαχίας με τη Ρωσία. Το «κρατίδιο» που δημιουργήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2008, μετά από σειρά πολέμων, διατηρείται ακριβώς για αυτόν τον σκοπό, αφού ελέγχεται σχεδόν εξολοκλήρου από το ΝΑΤΟ, μέσω της KFOR, της νατοϊκής αποστολής στο Κοσσυφοπέδιο. Η ανακήρυξη της «ανεξαρτησίας» του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία, από τη «βουλή» του Κοσσυφοπεδίου είναι μια πράξη την οποία η Σερβία απορρίπτει μέχρι και σήμερα, θεωρώντας ότι αποτελεί αυτόνομη επαρχία της. Όσον αφορά τη διεθνή κοινότητα, πάνω από 110 χώρες αναγνώρισαν τη «δημοκρατία του Κοσόβου», μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ και όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Κύπρου, της Σλοβακίας και της Ρουμανίας. Σημειώνεται, όμως, ότι πολλά κράτη ζήτησαν μετέπειτα άρση της αναγνώρισης.
Το 2013, ξεκίνησε διάλογος μεταξύ των εκπροσώπων του Βελιγραδίου και της Πρίστινα, υπό την αιγίδα της ΕΕ και με άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ, για την επίλυση των διαφορών τους, χωρίς όμως να σημειώνεται ιδιαίτερη πρόοδος. Για την ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ όμως, απαιτείται η επίλυση του ζητήματος. Η εθνική υπόσταση του Κοσσυφοπεδίου, λοιπόν, απειλείται καθημερινά, με την «κυβέρνηση» της Πρίστινα να πιέζει τον διεθνή παράγοντα για την αναγνώρισή της, ωσάν ένα άλλο ψευδοκράτος της Τουρκίας. Αξίζει να ειπωθεί μάλιστα, ότι γενικότερα οι εντάσεις στο Κοσσυφοπέδιο πηγάζουν και από την κατάθεση αιτήματος από την «πρόεδρο» του Κοσσυφοπεδίου, Βιόσα Οσμάνι και τον «πρωθυπουργό», Άλμπιν Κούρτι, για την ένταξή του στην Ε.Ε στις 11 Δεκεμβρίου.
Είναι ξεκάθαρο και αποδεδειγμένο ιστορικά, πως το Κοσσυφοπέδιο αποτελεί σερβική γη, στην οποία σκόπιμα και μελετημένα διαπράχθηκαν εγκλήματα για την εξυπηρέτηση των μεγάλων δυνάμεων, που επέρχεται με τη συνεχιζόμενη προσπάθεια αλβανοποίησης της περιοχής. Όμως, η διείσδυση στα δημογραφικά δεδομένα ενός τόπου, η αλλοίωση του πολιτισμικού πλούτου και η γενικότερη υιοθέτηση μιας αυταρχικής πολιτικής εκφοβισμού και αναληθείας, δεν μπορεί να ακυρώσει την εθνική του ταυτότητα. Το Κοσσυφοπέδιο αντιμετωπίζει μια κατάσταση παρόμοια με την Κύπρο και δεν μπορούμε παρά να στηρίζουμε τον αγώνα των Σέρβων για διατήρηση της σερβικής εθνικής του ταυτότητας. Το Κοσσυφοπέδιο ήταν, είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο κομμάτι της Σερβίας.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης