Το ζήτημα της «αξιοποίησης» του Ακάμα που απασχολεί την κυπριακή κοινωνία εδώ και δεκαετίες, οδήγησε στην απόφαση για τον σχεδιασμό του Τοπικού Σχεδίου Ακάμα (ΤΣΑ). Επομένως, συντάχθηκε το Σχέδιο για να μπορούν οι κάτοικοι της περιοχής να αποκτήσουν δικαιώματα ανάπτυξης της γης τους. Ωστόσο, μετά από αξιολόγησή του από το Τμήμα Περιβάλλοντος (ΤΠ), φάνηκε ότι θα προκαλούσε «σοβαρές αρνητικές συσσωρευμένες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στην περιοχή». Έτσι, απαιτήθηκε η αναπροσαρμογή του, με αποτέλεσμα να υλοποιηθεί ένα Αναθεωρημένο ΤΣΑ τον Ιανουάριο του 2022, το οποίο υποτίθεται ότι θα είχε έναν πιο οικολογικό χαρακτήρα. Αντ’ αυτού, οι μεταβολές δεν ήταν τελικά ουσιαστικές και προκλήθηκε τεράστια αναστάτωση λόγω των αντιδράσεων προς το σχέδιο. Επί του παρόντος, η Περιβαλλοντική Αρχή αξιολογεί το περιεχόμενο της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και της Μελέτης Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (ΜΕΟΑ) για το αναθεωρημένο ΤΣΑ και αναμένεται η τελική απόφασή της.
Στο ΤΣΑ περιλαμβάνονται τα διοικητικά όρια οκτώ χωριών της περιοχής, το κρατικό Δάσος Ακάμα ενώ περίπου το 50% της περιοχής που καλύπτει, ανήκει στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής που καλύπτει το κρατικό δάσος. Οι δύο προστατευόμενες ζώνες στον Ακάμα είναι η Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ) Χερσόνησος Ακάμα, που καθορίστηκε για τους φυσικούς οικοτόπους και την άγρια χλωρίδα και πανίδα, καθώς και η Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) Χερσόνησος Ακάμα, που καθορίστηκε για τα άγρια πτηνά. Σύμφωνα με πολλές μελέτες, όμως, θα έπρεπε να καλύπτονταν πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις της περιοχής που παρουσιάζουν επίσης ιδιαιτερότητες ποικιλομορφίας, ενδημισμού και ύπαρξης ειδών υπό εξαφάνιση που πρέπει να προστατευτούν. Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, το 50% αναφέρεται σε προστατευόμενη περιοχή, όμως το ποσοστό θα έπρεπε να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.
Το ΤΣΑ υποστηρίζεται από την κυπριακή κυβέρνηση και ιδιαίτερα από το Τμήμα Πολεοδομίας του Υπουργείου Εσωτερικών και το Υπουργείο Γεωργίας, αλλά και κατοίκους του Ακάμα που ζητούν δικαιώματα αξιοποίησης της γης τους. Αντίθετα, διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις και μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού γενικότερα, εναντιώνονται σε αυτό το σχέδιο. Πραγματοποιήθηκαν πολλές προσπάθειες για την απόρριψη του ΤΣΑ και ως απάντηση, τα δύο εμπλεκόμενα υπουργεία δημοσίευσαν τις θέσεις τους, διευκρινίζοντας τη σημασία και τον ρόλο της κάθε παραμέτρου που συνιστά το σχέδιο. Η ενέργειά τους αυτή είναι μια προσπάθεια αποτροπής της αρνητικής στάσης του κόσμου, η οποία θεωρούν πως οφείλεται στην παρερμήνευση του σχεδίου λόγω «λανθασμένης ενημέρωσης είτε λόγω εσκεμμένων ανακριβειών που αφήνονται να διαρρέουν για άλλους σκοπούς» όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Στην ανακοίνωση όμως αυτήν, εντοπίζονται πολλές ανακρίβειες, οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές εκ πρώτης όψεως. Στο κείμενο φαίνεται γενικά η πρόθεση για διαφύλαξη του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα η προσπάθεια ικανοποίησης και απόδοσης δικαιοσύνης μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος για ανάπτυξη στους ντόπιους. Παρουσιάζονται, ωστόσο, οι θέσεις των πολέμιων του σχεδίου με υπερβολικό τρόπο, όπως για παράδειγμα γίνεται με την προσπάθεια μυθοποίησης της θέσης ότι «Τα επισκέψιμα αγροκτήματα θα είναι συγκεκαλυμμένα ξενοδοχεία που θα βρίσκονται διάσπαρτα εντός και εκτός των περιοχών του δικτύου NATURA 2000.», κάτι όμως που κανένας δεν υποστήριξε. Αυτό που λέχθηκε ήταν ότι οι επιπτώσεις του επισκέψιμου αγροκτήματος, σε συνδυασμό με άλλες πρόνοιες του σχεδίου (μεμονωμένη κατοικία, ανοικτοί χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων, οικοτουριστικές δραστηριότητες, αναπτύξεις που συνδέονται με το εμπόριο, την αναψυχή/ψυχαγωγία και τις βιοτεχνίες/βιομηχανίες) θα είναι σοβαρές και επιβλαβείς για το περιβάλλον.
Επίσης, στην ανακοίνωση παραλείπονται σημαντικές λεπτομέρειες, όπως γίνεται με την αναφορά σε έναν μόνο από τους τρεις οικισμούς νυχτοπάππαρου στον Ακάμα, εκ των οποίων ο ένας που δεν σημειώνεται, βρίσκεται σε απόσταση 20 μέτρων από την προτεινόμενη λατομική ζώνη του σχεδίου. Γενικά, γίνεται σκόπιμα εστίαση σε συγκεκριμένα σημεία του σχεδίου ή περιοχές, παραθέτοντας εν τέλει ανεπαρκή δεδομένα. Ενδεικτικά, το γεγονός ότι υπάρχει αναφορά μόνο για τις χελώνες και όχι για άλλα είδη πανίδας, ή για τη χλωρίδα που επηρεάζονται από την ανέγερση Τουριστικής Ζώνης στο υψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής του Ακάμα, αποτελεί ένα παράδειγμα. Παρουσιάζεται, συνεπώς, μια ωραιοποιημένη εικόνα για το πλάνο, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις πιο πάνω τακτικές.
Εκτός των επισημάνσεων αυτών, μια κρίσιμη πληροφορία, που βασίζεται σε στοιχεία του ίδιου του Τμήματος Πολεοδομίας, αποτελεί το ότι με το Σχέδιο, η υφιστάμενη οικιστική ζώνη στην περιοχή αξιοποιείται μόνο κατά 17%, ενώ η τουριστική κατά 19%. Δηλαδή, ενώ υποτίθεται ότι η ανάπτυξη γίνεται στο πλαίσιο της αξιοποίησης της γης σε οικιστικό και τουριστικό επίπεδο, εν τέλει πολύ μικρά ποσοστά αντιστοιχούν στα όρια των κοινοτήτων του Ακάμα. Η ανάπτυξη της περιοχής, προκειμένου να ωφελήσει πραγματικά τους κατοίκους, μπορεί εύκολα να επιτευχθεί στο υπόλοιπο 83% και 81% της οικιστικής και τουριστικής ζώνης αντίστοιχα, που βρίσκονται μέσα και κοντά στα όρια των κοινοτήτων. Αντίθετα, εάν αυτή πραγματοποιηθεί σε απομακρυσμένες περιοχές, εκτός των υφιστάμενων οικισμών, θα προκληθούν επιπτώσεις στο περιβάλλον, άρα και οικονομικές επιπτώσεις. Μια οργανωμένη και συμπαγής ανάπτυξη που θα ακολουθεί μια αειφόρο στρατηγική, μπορεί να παρέχει ευημερία στους κατοίκους του Ακάμα.
Επίσης, το γεγονός ότι το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν δημοσιεύει το ΤΣΑ, ενώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις υπήρχε πλήρες πρόσβαση στα κείμενα άλλων τοπικών σχεδίων, προκαλεί εύλογα ερωτήματα και ανησυχίες. Παρ’ όλα αυτά, οι συναρμόδιες Αρχές, καθώς και τα μέλη των περιβαλλοντικών, επιστημονικών και τεχνικών επιτροπών, είχαν στη διάθεσή τους, αν και καθυστερημένα, όλες τις μελέτες στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, συμπληρωματικά διευκρινιστικά στοιχεία και χάρτες πολεοδομικών ζωνών, ώστε να μπορούν να εκφέρουν γνώμη. Έτσι, περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η Κυπριακή Ομοσπονδία Κυνηγιού και Διατήρησης Άγριας Ζωής, η BirdLife Cyprus, η Πρωτοβουλία για τη Διάσωση των Φυσικών Ακτών και η Save Akamas / Save Cyprus, καθώς και η Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Κύπρου (ΟΠΟΚ), αντέδρασαν στο δημοσίευμα, εκφράζοντας τη διαφωνία τους και απαντώντας στα σημεία που εκτίθενται σε αυτό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΟΠΟΚ αποτελεί μέλος των αρμόδιων επιστημονικών, τεχνικών και συμβουλευτικών επιτρόπων για την προστασία και διαχείριση των περιοχών Natura 2000 στην Κύπρο και την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από ορισμένα σχέδια, προγράμματα και έργα.
Γενικά οι όροι και τα κριτήρια που ορίζονται από το ΤΣΑ δεν είναι επαρκή, αλλά ακόμα και να ήταν, η κυπριακή κοινωνία απέδειξε επανειλημμένα την τάση της για παρανομία, οπότε δεν μπορεί να διασφαλιστεί η προστασία του Ακάμα. Εφόσον θα δοθούν, έστω και υπό περιορισμούς, δικαιώματα παρέμβασης στο φυσικό τοπίο, οι πιθανότητες για κατάληξη ίδια με τις υπόλοιπες περιοχές του νησιού, αυξάνονται. Ενδεχομένως να οδηγηθούμε ξανά σε παρόμοιες με το παρελθόν καταστάσεις, στις οποίες η έλλειψη σωστού ελέγχου στους πολεοδομικούς σχεδιασμούς, οδήγησαν στον υποβιβασμό ολόκληρων περιοχών σημαντικής φυσικής και περιβαλλοντικής αξίας, αφού θυσιάστηκαν στον βωμό του χρήματος. Το κυπριακό μοντέλο ανάπτυξης αποδείχθηκε σε όλο το νησί συνώνυμο με την, εις βάρος του περιβάλλοντος, ανθρώπινη παρέμβαση και την άναρχη δόμηση.
Επομένως, δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοιου είδους «αξιοποίηση» του Ακάμα, αφού έχει ήδη τεράστια περιβαλλοντική αξία, τόσο για την Κύπρο, όσο και για ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είναι μια αναντικατάστατη κατοικία για πληθώρα σπάνιων και ενδημικών ειδών, φυτών και ζώων, των οποίων απειλείται η ύπαρξη. Όσον αφορά τις κοινότητες της περιοχής, που ζητούν αξιοποίηση της γης τους, είναι ανάγκη να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν εναλλακτικές λύσεις, όπως η παραχώρηση αποζημίωσης. Οποιαδήποτε υποστήριξη του εν λόγω σχεδίου, οφείλεται στην έλλειψη περιβαλλοντικής συνείδησης, που προκύπτει από την έλλειψη παιδείας που χαρακτηρίζει τον λαό μας, και όχι στην «ορθή ενημέρωση», έναντι της «λανθασμένης» που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση ότι είχαν όσοι αντέδρασαν αρνητικά σε αυτό. Οφείλουμε λοιπόν, να αγωνιστούμε για τη διαφύλαξη του Ακάμα και του απέραντου φυσικού πλούτου του, αντιμετωπίζοντας τις βλέψεις ορισμένων για απόκτηση του «άλλου» πλούτου, εκείνου που συνιστά την ισοπέδωση, πρώτα της ηθικής και της ανθρωπιάς, και έπειτα της φύσης.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης