Ακυρώνεται η συμφωνία αποφυγής διπλής φορολόγησης μεταξύ Ρωσίας και Κύπρου, όπως ανακοινώθηκε τη Δευτέρα, 2 Αυγούστου, από το ρωσικό Υπουργείο Οικονομικών, εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν στη χώρα λόγω κορωνοϊού. Την ίδια στιγμή, η κυπριακή κυβέρνηση θεωρεί ότι το ζήτημα βρίσκεται ακόμα υπό διαπραγμάτευση.
Εδώ και χρόνια, η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετωπίζεται ως ένας μικρός φορολογικός «παράδεισος» από τους Ρώσους επιχειρηματίες, καθώς εξαιτίας των χαμηλότερων φόρων που επιβάλλονται από την κυπριακή κυβέρνηση, συγκριτικά με αυτούς που επιβάλλονται τη ρωσική κυβέρνηση, το νησί μας αποτελεί πόλο έλξης για τους Ρώσους επενδυτές. Ωστόσο, εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού που επέφερε εκτός των άλλων την πτώση των τιμών του πετρελαίου, ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, πρότεινε τον Μάρτιο τη φορολόγηση εισοδημάτων υπό μορφή μερισμάτων και τόκων που καταβάλλονται από το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κυπριακή Δημοκρατία με ποσοστό 15%, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του ρωσικού Υπουργείου. Δηλαδή, ο Ρώσος Πρόεδρος επιθυμούσε την αύξηση του παρακρατούμενου φόρου για μερίσματα και πληρωμές τόκων στο 15%. Τον Μάρτιο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε επίσης δηλώσει ότι η Ρωσία θα αποχωρούσε μονομερώς από συμφωνίες με χώρες που δεν θα αποδέχονταν τις προτάσεις της.
Επομένως, για την πρόταση αυτή του Ρώσου Προέδρου, διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των Υπουργείων Οικονομικών Ρωσίας και Κύπρου, προκειμένου να τροποποιηθεί η ρωσο-κυπριακή συμφωνία αποφυγής διπλής φορολόγησης και να επιτευχθεί η επιθυμητή αύξηση. Αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις, το ρωσικό Υπουργείο αναφέρει στην ανακοίνωσή του ότι «η Κύπρος υπέβαλε τις προτάσεις της κατά τη διάρκεια συνομιλιών», οι οποίες όπως προέκυψε «αποδυναμώνουν και καθιστούν ανέφικτο το αναμενόμενο αποτέλεσμα της ρωσικής πλευράς από τη λήψη μέτρων για τη στήριξη της εθνικής οικονομίας και των κοινωνικών προγραμμάτων και θα προωθήσουν την αφορολόγητη απόσυρση τεράστιων χρηματοοικονομικών πόρων ρωσικής προέλευσης από το έδαφος της Ρωσίας μέσω της δικαιοδοσίας της Κύπρου».
Αφού λοιπόν, οι συνομιλίες για τροποποίηση της συμφωνίας δεν ευδοκίμησαν, όπως δήλωσε στις 2 Αυγούστου ο Ρώσος Υφυπουργός Οικονομικών, Αλεξέι Σαζάνοφ, η κυβέρνηση της Ρωσίας θα εκκινήσει τις διαδικασίες απόσυρσης από τη συμφωνία αποφυγής διπλής φορολόγησης. Φαίνεται ότι σύμφωνα με την προ πέντε μηνών πρόταση του Ρώσου Προέδρου, το νέο μέτρο θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Την ίδια στιγμή, Κύπριοι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι δεν είναι ενήμεροι για την ρωσική πρωτοβουλία και ότι οι συνομιλίες συνεχίζονται. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση από μέρους της κυπριακής πλευράς, «το Υπουργείο Οικονομικών δηλώνει πως ο τελικός γύρος των διαπραγματεύσεων έχει προγραμματιστεί για τις 10 και 11 του μηνός». Έτερη κυβερνητική πηγή στην Κύπρο που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, αναφέρει ότι «Έχουμε βάλει στο τραπέζι τις θέσεις μας και αναζητούμε συνέχεια στις επαφές και συμφωνία, καθώς δεν συμφωνήσαμε επισήμως ότι πρόκειται για ναυάγιο».
Φαίνεται λοιπόν, ότι εάν και εφόσον η Ρωσία αποσυρθεί από την υπό αναφορά συμφωνία, είναι πιθανόν η Κύπρος να έρθει αντιμέτωπη με ένα αισθητό οικονομικό πλήγμα, καθώς η ρωσική επιχειρηματική κοινότητα είναι πολύ ισχυρή στο νησί. Βέβαια, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα κινδύνευε οικονομικά εάν δεν βάσιζε σε τόσο μεγάλο βαθμό στο παρελθόν την οικονομική ανάκαμψη του κράτους σε ρωσικές επενδύσεις. Η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας του νησιού από Ρώσους επενδυτές, έχει άλλωστε αντίκτυπο και στην ελληνική κοινωνία της Κύπρου γενικότερα, εμφανίζοντας τον κίνδυνο της επίδρασης ρωσικών παραγόντων στην ελληνική μας παιδεία, καθώς και στην πολιτική σκηνή της Κύπρου.
Στο πλαίσιο της ρωσικής επίδρασης στην κυπριακή πολιτική σκηνή, αξίζει να αναφερθεί ότι στις 8 Σεπτεμβρίου, θα επισκεφθεί την Κύπρο ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Σεργκέι Λαβρόφ, μετά από απόφαση του Προέδρου, Νίκου Αναστασιάδη, να ζητήσει τη διαμεσολάβηση του Ρώσου Προέδρου για την από κοινού αντιμετώπιση των τουρκικών παράνομων ενεργειών στην κυπριακή ΑΟΖ. Σχετικά με το γεγονός αυτό, ένα άρθρο σε μια γερμανική εφημερίδα αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «Ήταν μια κακή ιδέα. Δεν υπάρχει μάλλον πιο ακατάλληλος άνθρωπος για να μεσολαβήσει στη Μεσόγειο μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Κύπρου. Ο Πούτιν δεν μπορεί και δεν θέλει να είναι αξιόπιστος διαμεσολαβητής. Διότι η Ρωσία έχει τα δικά της συμφέροντα τόσο στη Μεσόγειο όσο και έναντι της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια είναι ακόμη πιο παράλογο ότι ο πρόεδρος μιας ευρωπαϊκής χώρας τηλεφώνησε στη Μόσχα και όχι στις Βρυξέλλες. Οι διπλωμάτες της ΕΕ θα μπορούσαν να θυμίσουν στους Κύπριους ποιους στρατηγικούς στόχους ακολουθεί ο Πούτιν: την αποδυνάμωση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ».
Παράλληλα, σημειώνεται ότι «Η ρωσική συμμετοχή στις συγκρούσεις σε Συρία και Λιβύη αποσκοπεί στο να προσφέρει στο Κρεμλίνο λιμάνια βαθέων υδάτων και στρατιωτικά αεροδρόμια στην νότια πλευρά του ΝΑΤΟ. Ως προς το ερώτημα τι ρόλο παίζει η Κύπρος για το ΝΑΤΟ, η Λευκωσία θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το νησί θεωρείται το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της δυτικής συμμαχίας στη Μεσόγειο. Οι Βρετανοί διαθέτουν στην Κύπρο αεροπορική βάση και έναν σταθμό παρακολούθησης». Ο αρθρογράφος καταλήγει, τέλος, στο συμπέρασμα ότι «Πριν από 10 μέρες τουρκικά ερευνητικά ήθελαν να κάνουν έρευνες μπροστά στο Καστελλόριζο στις ακτές της Τουρκίας. Και αυτό θα συνιστούσε παράβαση δικαίου. Τουρκικές και ελληνικές φρεγάτες είχαν έρθει επικίνδυνα κοντά. Η καγκελάριος Μέρκελ και ευρωπαίοι διπλωμάτες κατάφεραν όμως να μεσολαβήσουν. Γιατί να μην μπορούν να το κάνουν και αυτή τη φορά Βρυξέλλες και Βερολίνο; Το να ζητάει ένας ευρωπαίος ηγέτης – η χώρα του οποίου απολαμβάνει της προστασίας του ΝΑΤΟ – τη βοήθεια του Κρεμλίνου δεν είναι απλώς αστείο, αλλά και ανόητο», αναφερόμενη και στις βάσεις που διατηρούν οι Βρετανοί στο νησί μας.
Βέβαια, η διαμεσολάβηση των Γερμανών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας, πρέπει να συνοδευτεί από την κατάλληλη στρατηγική που επιβάλλεται να ακολουθηθεί από την ελληνική πλευρά. Από την άλλη πλευρά, ο Ρώσος Πρόεδρος όντως δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος διαμεσολαβητής, αν αναλογιστούμε εκτός από τις σχέσεις της Κύπρου με την Ε.Ε και το ΝΑΤΟ που επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο του νησιού μας, την απόφασή του να αποσύρει τη χώρα του από την οικονομική συμφωνία αποφυγής διπλής φορολόγησης, που βρίσκεται μέχρι και σήμερα σε ισχύ. Όλα αυτά, αποδεικνύουν γενικότερα την ανικανότητα και την αδυναμία των εκάστοτε κυβερνώντων της Κυπριακής Δημοκρατίας να διαχειρίζονται εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα που προκύπτουν. Τα τρέχοντα ζητήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η Κυπριακή Δημοκρατία αναδεικνύουν την έλλειψη στρατηγικής, που θα έδινε τη δυνατότητα σε κάθε πολιτική ηγεσία του νησιού να τα εξουδετερώσει, ή έστω να αμβλύνει το μέγεθος αυτών.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης