Ο Μπόμπι Σαντς γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1954 στο Μπέλφαστ του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Ιρλανδίας. Ζούσε σε μια προτεσταντική εργατική συνοικία με την οικογένεια του, η οποία λόγω των κοινωνικών ανισοτήτων που επικρατούσαν ανάμεσα στους Δημοκράτες Καθολικούς και τους Προτεστάντες ήταν αναγκασμένη να κρατάει κρυφές τις Καθολικές της θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειάς του. Ο ίδιος ήταν ένα φτωχό παλληκάρι που πίστευε ακράδαντα στα ιδανικά της Ελευθερίας και ήταν αντίθετος με την αποικιοκρατία και την κατοχή της πατρίδας του.
Όταν μαθεύτηκε το μυστικό της οικογένειάς του, ξεκίνησαν οι βιαιοπραγίες, οι επιθέσεις και οι «τραμπουκισμοί» εναντίον τους. Σε ηλικία 15 ετών, ο Μπόμπι παράτησε το σχολείο και έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο κατασκευής εξαρτημάτων λεωφορείων. Οι συνάδελφοι του όμως, δεν ήθελαν να δουλεύουν πλάι-πλάι με ένα καθολικό και έτσι τον απειλούσαν καθημερινά. Το 1971 τον απείλησαν με όπλο συνάδελφοί του από ακραία προτεσταντική οργάνωση για να μην ξαναπατήσει το πόδι του στη δουλειά. Λίγο καιρό μετά, το 1972 το σπίτι του δέχτηκε επίθεση από προτεσταντικό όχλο, αναγκάζοντας την οικογένειά του να μετακομίσει σε μια καθολική συνοικία του Τουίνσμπρουκ. Τότε κατάλαβε ότι μόνο μια ένοπλη επανάσταση θα μπορούσε να δώσει τη λύτρωση των Ιρλανδών απέναντι στους αποικιοκράτες.
Ένα μήνα μετά, εντάχθηκε στον Προσωρινό IRA. Λίγο αργότερα, οι αρχές βρήκαν τέσσερα περίστροφα στην κατοχή του, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί και να οδηγηθεί στις φυλακές Μειζ του Λονγκ Κες. Τότε, οι Ιρλανδοί επαναστάτες φυλακισμένοι ήταν υπό το ειδικό καθεστώς του πολιτικού κρατούμενου, κάτι που τους έδινε το δικαίωμα να μην φοράνε ρούχα της φυλακής, να μην συμμετέχουν στα καταναγκαστικά έργα της, να μπορούν άνετα να βρίσκονται με τους συγκρατούμενούς τους και να μπορούν να οργανώνουν εκπαιδευτικά προγράμματα.
Όταν αποφυλακίστηκε το 1976, εντάχθηκε κατευθείαν ξανά στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό. Παράλληλα, παντρεύτηκε και έκανε παιδί, ενώ αρθρογραφούσε σε τοπική δημοκρατική εφημερίδα με το όνομα «Μαρκέλλα» που ήταν το όνομα της αδελφής του. Η οικογένεια του έμενε σε περιοχή όπου ήταν κοντά στη «γραμμή» μεταξύ των Καθολικών και των Προτεσταντικών συνοικιών. Επίσης, ασχολήθηκε με τον Σύνδεσμο Ενοικιαστών και έπεισε τα ταξί της περιοχής του να μεταφέρουν κόσμο από τη μια πλευρά στην άλλη.
Έξι μήνες μετά την αποφυλάκισή του, πραγματοποιήθηκε βομβιστική επίθεση. Μετά την επίθεση και την ανταλλαγή πυρών με τις αρχές, βρέθηκε σε αυτοκίνητο με άλλους τρείς, με ένα ρεβόλβερ στην κατοχή του. Μολονότι αυτό ήταν το μόνο «αποδεικτικό στοιχείο» των αρχών, ο Μπόμπι Σαντς συνελήφθηκε. Παρότι ο ίδιος αμφισβήτησε το κύρος των αρχών και δεν απάντησε σε καμία ερώτηση, τον Σεπτέμβριο του 1977, καταδικάζεται σε δεκατέσσερα χρόνια φυλάκισης στις φυλακές Μέιζ, όπου κρατούνταν οι συναγωνιστές του επαναστάτες και ήταν γνωστές για τη βαναυσότητα των φρουρών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την 1η Μαρτίου 1976 είχε αρθεί το ειδικό καθεστώς των φυλακισμένων. Έτσι, ο Κιέραν Νάτζεντ είχε ξεκινήσει τη «διαμαρτυρία της κουβέρτας», όπου οι φυλακισμένοι αρνούνταν να φορέσουν στολή της φυλακής και τυλίγονταν με τις κουβέρτες, έμειναν γνωστοί ως «blanket-men».
Ο «γελαστός Μπόμπι» είχε περάσει τις πρώτες 22 μέρες στη φυλακή γυμνός στην απομόνωση, πραγματοποιώντας για δεκαπέντε μέρες τη «διαμαρτυρία της δίαιτας», όπου έτρωγε κάθε τρεις μέρες μόνο ψωμί και νερό. Το 1978, όταν κατάλαβαν οι φυλακισμένοι ότι δεν κέρδιζαν τα δικαιώματά τους, ξεκίνησαν τη «βρώμικη διαμαρτυρία», όπου έμεναν άπλυτοι και γέμιζαν τους τοίχους με τα περιττώματα τους και πετούσαν τα ούρα τους στους διαδρόμους. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι φρουροί τους έβγαζαν και τους έπλεναν με τη βία.
Το 1980, ξεκίνησε η πρώτη απεργία πείνας στην οποία συμμετείχαν μόνο επτά σημαίνοντα στελέχη του IRA που βρίσκονταν στις φυλακές, αλλά σταμάτησε 53 μέρες αργότερα, μετά από τέχνασμα της Βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, που ξεγέλασε τον διοικητή των φυλακισμένων, Μπρένταν Χιουζ, ότι θα δεχόταν τα αιτήματα των κρατουμένων και θα επανέφερε το ειδικό καθεστώς των πολιτικών κρατουμένων. Μετά το τέλος της, ο Μπόμπι Σαντς εκλέγεται διοικητής των φυλακισμένων στις φυλακές του Μέιζ, στην πτέρυγα H-Block. Την 1η Μαρτίου, ξεκινά την δεύτερη απεργία πείνας ο ίδιος και είπε στους συναγωνιστές του να ξεκινήσει ο δεύτερος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, πλέον, απέρριπτε δημόσια τον όποιο συμβιβασμό με τους «τρομοκράτες» όπως τους χαρακτήριζε. Ο Μπόμπι όμως, είχε ήδη τεράστια προβολή, αφού ο λαός είχε ευαισθητοποιηθεί. Υπήρχαν καθημερινές διαμαρτυρίες και πορείες υπέρ των αγωνιστών και των σκοπών τους.
Λίγες μέρες μετά την κήρυξη της απεργίας πείνας, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή ο βουλευτής, Φρέντι Μαγκουάιαρ. Ο IRA καταλαβαίνει ότι πρέπει να προβληθεί ακόμα περισσότερο ο αγώνας των κρατουμένων και έτσι πείθεται ο Μπόμπι Σαντς να κατέλθει στις εκλογές με το κίνημα Anti H-Block. Την 9η Απριλίου 1981, ο «γελαστός Μπόμπι», κέρδισε τις εκλογές και έγινε βουλευτής, γεγονός που ενδυνάμωσε ακόμα περισσότερο τον αγώνα των Ιρλανδών επαναστατών. Εν τούτοις, η αδίστακτη Μάργκαρετ Θάτσερ δεν πείθεται για το δίκαιο του αγώνα τους και εμμένει στις θέσεις της ότι δεν πρέπει να συμβιβαστεί με τους Ιρλανδούς αγωνιστές. Ο Μπόμπι Σαντς ήξερε. Καταλάβαινε ότι μόνο αν είχε πτώματα και αίμα στα χέρια της υπήρχε περίπτωση να αλλάξει τη στάση της και έτσι ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους τον αγώνα του. Στις 5 Μαΐου 1981, το γελαστό παιδί του IRA αφήνει την τελευταία του πνοή μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας. «Κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας. Θα’ θελα να το γράψω εγώ, αλλά πώς να το τελειώσω;». Έγραφε στο ημερολόγιο του. Εννέα ακόμα συναγωνιστές του έχασαν τη ζωή τους μετά από αυτών, αλλά η Θάτσερ δεν πείστηκε ποτέ, καθώς αναγνώρισε κάποια από τα αιτήματά τους, αλλά δεν τους χαρακτήρισε ποτέ πολιτικούς κρατούμενους.
Ο Μπόμπι Σαντς αποτελεί σύμβολο για κάθε σκλάβο, για κάθε αγωνιστή της Ελευθερίας που παλεύει για ένα καλύτερο κόσμο. Αποτελεί σύμβολο αγώνα ενάντια στην καταπίεση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια πράξη αυτοθυσίας που αγωνίστηκε για το δίκαιο του τόπου του. Όχι, ο Μπόμπι Σαντς δεν ήταν ένας τρομοκράτης. Ήταν ένας ήρωας πολέμου, που έδωσε τη ζωή του για να υπενθυμίσει σε όλους εμάς ότι η Ελευθερία είναι ένα αγαθό που κόποις κτάται.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης