Υπερψηφίστηκε από το Αμερικάνικο Κογκρέσο το πολύβουο νομοσχέδιο του Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο και του Δημοκρατικού Ρόμπερτ Μενέντεζ σχετικά με τις σχέσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων της στην Ανατολική Μεσόγειο με τροποποιήσεις. Στους «συμμάχους» της, η Αμερική περιλαμβάνει την Κυπριακή Δημοκρατία, την Ελλάδα, το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο. Την ίδια ώρα το νομοσχέδιο ασκεί δριμύ κριτική στην Τουρκία για την αγορά των S-400 από τη Ρωσία και την αύξηση των συμμαχικών τους σχέσεων την τελευταία περίοδο.
Υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις από τα κόμματα. Θετική αντίδραση είχε το κυβερνών κόμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού, αλλά και η νεοσύστατη ΔΗΠΑ, ενώ κυρίως αρνητικές ήταν οι αντιδράσεις του ΑΚΕΛ και της ΕΔΕΚ. Το ΑΚΕΛ συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το Νομοσχέδιο εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και μόνο και μετατρέπει την Κύπρο σε πεδίο αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων. Το ίδιο δεν αντιτίθεται στην αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, εφόσον αυτή δεν πλήττει τα συμφέροντα της ΚΔ και δεν θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις με άλλες χώρες, σύμφωνα με την ανακοίνωση του κόμματος.
Επίσης, η ΕΔΕΚ έχει αναφέρει ότι το Νομοσχέδιο Μενέντεζ, παρόλο που επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία, εντάσσει ξεκάθαρα την Κυπριακή Δημοκρατία στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και των συμμάχων της. Ανακοινώσεις εξέδωσαν και οι διάφορες οργανώσεις Ομογενών Ελλήνων Κυπρίων στις ΗΠΑ, αναφέροντας ότι διαφωνούν με τις δηλώσεις του Άντρου Κυπριανού και τη στάση του ΑΚΕΛ γενικότερα στο ζήτημα. Συγκεκριμένα, η θέση τους είναι ότι ο κ. Κυπριανού παραποιεί το περιεχόμενο και την προέλευση του Νομοσχεδίου και υποβαθμίζει το περιεχόμενο του.
Το εμπάργκο όπλων είχε επιβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από τις ΗΠΑ το 1987 δήθεν για να μην προμηθεύονται με όπλα το νόμιμο κράτος της ΚΔ και το κατοχικό καθεστώς στο νησί, ούτως ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες μεταξύ τους και να εξευρεθεί λύση στο Κυπριακό Ζήτημα. Παρόλο που δεν προμήθευαν με όπλα το κατοχικό καθεστώς, προμήθευαν την Τουρκία, η οποία τότε ήταν πολύ σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή και το εμπάργκο όπλων που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Τουρκία το 1974 σταμάτησε 4 χρόνια μετά. Έτσι, έμμεσα προμήθευαν όπλα και το ψευδοκράτος, αφού η Τουρκία δεν σταμάτησε ποτέ να στέλνει οπλισμό και στρατεύματα στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτό το γεγονός είναι κάτι που αναγνωρίζεται στο Νομοσχέδιο στο Τμήμα 2, Παράγραφος 25. Την ίδια ώρα όμως, αναφέρεται και ο προβληματισμός των ΗΠΑ για το γεγονός ότι η ΚΔ απέκτησε όπλα ρωσικής προέλευσης στο παρελθόν, «κάτι που συνιστά πρόκληση των συμφερόντων των ΗΠΑ». Σύμφωνα με το Νομοσχέδιο, έπρεπε δηλαδή η ΚΔ να παραμείνει άοπλη και αμυντικά απενεργοποιημένη την ίδια στιγμή που το ψευδοκράτος ενισχυόταν συνεχώς με αμερικάνικα όπλα, που έφταναν από την ηπειρωτική Τουρκία.
Το Νομοσχέδιο ψηφίστηκε στο αμερικάνικο Κογκρέσο στον απόηχο της κόντρας των ΗΠΑ-Τουρκίας για την προμήθεια του ρωσικού συστήματος πυραύλων S-400. Κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θα παραχωρήσει στην Τουρκία τα αμερικάνικα αεροπορικά μαχητικά, εκτός εάν ακυρωθεί η αγορά των S-400 από την Τουρκία, καθώς υπάρχει ο φόβος για εκμάθηση των μυστικών των σχεδίων του ΝΑΤΟ από τους Ρώσους.
Επίσης, αναφέρει ότι η ΚΔ πρέπει να αποτρέψει την ρωσική επιρροή στην περιοχή με διάφορα μέσα. Πρώτο από αυτά,είναι η άρνηση παροχής λιμενικών υπηρεσιών σε ρωσικά πλοία που προστέθηκε με τροποποιήσεις, η απενεργοποίηση του ρωσικού εξοπλισμού στην περιοχή και μέσω αυτών να εμποδιστεί η επέμβαση της Ρωσίας στην περιοχή. Κάποιος που κατέχει τη στοιχειώδη γνώση όσον αφορά τα οπλικά συστήματα της ΚΔ, αντιλαμβάνεται πως είναι αδύνατον να απενεργοποιηθούν τα ρωσικά στρατιωτικά οπλικά συστήματα, καθώς σε αυτά βασίζεται η Άμυνα της χώρας αυτή τη στιγμή. Τα σημαντικότερα επιθετικά αεροπορικά μέσα της Εθνικής Φρουράς είναι τα ρωσικά Mi-35, ενώ τα ρωσικά Τ-80 και ΒΜΡ-3 αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των Τεθωρακισμένων οχημάτων και αρκετοί οπλίτες είναι χρεωμένοι με τυφέκια τύπου ΑΚ-74 ρωσικής προέλευσης. Επίσης, υπάρχουν Μοίρες Πυροβολικού με ρωσικό πυροβόλο TOR-M1. Αυτές δεν είναι μικρολεπτομέρειες και δεν μπορεί μια ολόκληρη αμυντική γραμμή μιας χώρας να αλλάξει, απλά για να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Επίσης, στο κείμενο του Νομοσχεδίου αναφέρεται στο Τμήμα 5Α, Παράγραφος 2Β ότι «είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ η ένταξη της ΚΔ στοΝΑΤΟϊκόπρόγραμμα του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη».Η είσοδος της Κύπρου στο ΝΑΤΟδεν είναι τόσο απλή υπόθεση αν συμπεριληφθεί ο παράγοντας Τουρκία και η άσκηση άμεσου βέτο από αυτή. Οι χώρες που συμμετέχουν στον Συνεταιρισμό όμως είναι αναγκασμένες να συμμετέχουν στις διεργασίες του ΝΑΤΟ και πρέπει να προσαρμόσουν τα οπλικά τους συστήματα με τα συστήματα του. Αυτό σημαίνει ότι θα γνωρίζει η Τουρκία τα αμυντικά σχέδια της Κυπριακής Δημοκρατίας! Την ίδια ώρα, θα είναι αναγκασμένη η Κύπρος να συμμετέχει στις επιθετικές ενέργειες του ΝΑΤΟ,όπως ήταν ο βομβαρδισμός της Σερβίας. Η έμμεση ένταξη της Κύπρου σε ένα διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχει και η Τουρκία θα την καταστήσει έμμεσα σύμμαχο της. Δηλαδή, η Κύπρος που τελεί εδώ και 45 χρόνια υπό τουρκική κατοχή θα είναι έμμεσα σύμμαχος της Τουρκίας.
Στο Τμήμα 6 του Νομοσχεδίου γίνεται λόγος για παραχώρηση του ποσού των δύο εκατ. δολαρίων από το 2020 σε Κύπρο και Ελλάδα για βοήθεια στρατιωτικής εκπαίδευσης. Το ποσό αποσαφηνίζεται πλήρως με τις τροποποιήσεις. Η παροχή οικονομικής βοήθειας για καλύτερη στρατιωτική εκπαίδευση είναι πλήρως αποδεκτή και σημαντική. Η Παράγραφος 3 του Τμήματος κάνει λόγο για «εγκαθίδρυση σχέσεων μεταξύ των στρατιωτικών των δύο χωρών».
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι φέτος διεξάγεται για πρώτη φορά το πρόγραμμα «PublicPolicyProgram» μεταξύ ΗΠΑ και ΚΔ και έχει να κάνει με την εκπαίδευση νέων Ελληνοκυπρίων που έχουν ενδιαφέρον να ασχοληθούν με την πολιτική. Διεξάγεται από το Ελληνοαμερικάνικο Λόμπι στις ΗΠΑ και θα φιλοξενεί ένα αριθμό νέων στο Κογκρέσο όπου και θα εκπαιδεύονται πάνω στις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική. Άξιον απορίας είναι γιατί έρχεται στην επιφάνεια τώρα αυτό το ζήτημα και γιατί να θέλει η Αμερική να εκπαιδεύσει τη «νέα γενιά πολιτικών» της Κύπρου όπως αναφέρει.
Ακόμα, στο Νομοσχέδιο γίνεται λόγος και για την παραχώρηση του Αυτοκέφαλου της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας, αφού αναφέρει ότι η κυβέρνηση της Ρωσίας προσπαθεί να επηρεάσει την απόφαση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το ζήτημα παίρνει νέες εθνικές προεκτάσεις αντί για εκκλησιαστικές που θα έπρεπε να έχει.
Όσον αφορά τα ενεργειακά, το Νομοσχέδιο εκφράζει την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να ιδρυθεί ένα κοινό Ενεργειακό Κέντρο ΗΠΑ-Ανατολικής Μεσογείου και ένα Κέντρο Ενεργειακής Κρίσης, που το δεύτερο θα μπορούσε να φιλοξενηθεί από την Κύπρο αν υπάρχει η δυνατότητα εκ μέρους μας. Γενικότερα, στα ενεργειακά η θέση των ΗΠΑ που εκφράζεται και από τους Μενέντεζ-Ρούμπιο είναι η ενίσχυση της ΚΔ, η άρρηκτη συνεργασία των δύο χωρών πάνω στο ζήτημα και η κοινή αντιμετώπιση τους σε οποιαδήποτε τουρκική πρόκληση. Είναι σημαντικό να διατηρήσει η ΚΔ έναν τόσο σημαντικό σύμμαχο όπως οι ΗΠΑ, ειδικά τη δεδομένη στιγμή που εντείνονται οι τουρκικές προκλήσεις με τη γεώτρηση του «Πορθητή», αλλά επιβάλλεται να μην παραχωρηθεί εθνική κυριαρχία.
Οι τροποποιήσεις που προστέθηκαν αφορούν κυρίως τεχνικής φύσεως θέματα, αλλά και πρακτικά ζητήματα. Η πρώτη αφορά την ξεκάθαρη θέση των ΗΠΑ ότι δεν πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στα λιμάνια της ΚΔ σε ρωσικά πλοία, κάτι που αποτελεί καταπάτηση της κυριαρχίας της ΚΔ. Επίσης, αφορά τη συνεργασία Κύπρου και ΗΠΑ για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Η δεύτερη θέτει τα ποσά που θα διαθέσουν οι ΗΠΑ σε Ελλάδα και Κύπρο για στρατιωτική βοήθεια. Ενώ η τρίτη, είναι ξεκάθαρα τεχνικής φύσεως, παρόλα αυτά διόλου ασήμαντη, αφού τοποθετεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο την παραβίαση της Κυπριακής ΑΟΖ από την Τουρκία.
Επίσης, σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι υπερψηφίστηκε η άρση του εμπάργκου όπλων προς την ΚΔ με λεκτικό ταυτόσημο του Νομοσχεδίου, στον νόμο S1790 για τον προϋπολογισμό της Άμυνας των ΗΠΑ.
Γενικότερα, το Νομοσχέδιο είναι μια σημαντική εξέλιξη.Καταδικάζει τις προκλητικότατες ενέργειες της Τουρκίας σε Κύπρο και Αιγαίο και υπόσχεται αντιμετώπιση τους. Παρόλα αυτά, είναι λογικό να προωθεί τα συμφέροντα της χώρας στην περιοχή, αφού είναι ένα νομοσχέδιο από αυτήν. Όμως, είναι διαφορετικό το να προωθεί μια χώρα τα συμφέροντα της και διαφορετικό να επιζητά την υποτέλεια μιας άλλης προς αυτήν. Αν το Νομοσχέδιο γίνεται καλή τη καρδία για να βοηθήσει την Κυπριακή Δημοκρατία να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και παράλληλα να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ, καλώς να ορίσει.
Η ξεκάθαρη προώθηση των συμφερόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας στα ενεργειακά, η καταδίκη των τουρκικών προκλήσεων, όπως και η πρωτοφανής επίθεση που διενεργούν οι ΗΠΑ για τους S-400 μέσω του Νομοσχεδίου αποτελεί λάδι στη φωτιά στις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Τουρκίας-ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο όμως, ωθεί την Τουρκία στο άρμα της Ρωσίας και την καθιστά σύμμαχο της τουλάχιστον όσον αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, αφού στη Συρία είναι αντιμαχόμενα μέρη, αφού η Ρωσία αποτελεί υποστηρικτή του Μπασσάρ Αλ Άσσαντ, ενώ η Τουρκία των τζιχαντιστών και των διάφορων ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η στήριξη της Αμερικής στο μέσο αυτής της ενεργειακής κρίσης που περιήλθε το νησί μας είναι πολυσήμαντη. Είναι μια από τις λίγες φορές που οι ΗΠΑ μίλησαν ξεκάθαρα για κατοχή στην Κύπρο.Και οι δύο γερουσιαστές έχουν μια γενικότερη τάση να υποστηρίζουν τις θέσεις της ΚΔ και του Ελληνισμού με αποφασιστικότητα. Εξίσου σημαντικό είναι ότι το Νομοσχέδιο υποστηρίζεται τόσο από Δημοκρατικούς, όσο και από Ρεπουμπλικάνους Γερουσιαστές.
Από την άλλη, αν η χώρα μας επιθυμεί πραγματικά συμμαχίες πρέπει να ξεκινήσει από τα βασικά. Η επανενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος είναι εκ των ουκ άνευ αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τις τουρκικές προκλήσεις. Το κυρίως Ελλαδικό κράτος είναι η Μητέρα Πατρίδα του Ελληνισμού και είναι απαραίτητο η Κύπρος να διατηρεί κοινή γραμμή μαζί του στο πλαίσιο της απεμπλοκής από την κατοχή. Το σημαντικότερο όλων είναι να προστατευτεί η εθνική κυριαρχία του νησιού μας με την επανενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος και με τησύναψη κατάλληλων συμμαχιών να αντιμετωπιστεί ο τουρκικός βραχνάς. Και με αυτές τις συνθήκες να τοποθετηθεί το Κυπριακό Ζήτημα στη βάση της εισβολής και κατοχής και όχι του δικοινοτισμού.
Εν κατακλείδι, το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σωστά και ως διπλωματικό όπλο, αναπτύσσοντας έτσι σχέσεις που θα φανούν χρήσιμες σε γεωστρατηγικό επίπεδο. Είναι επιτακτική ανάγκη η μελέτη του και η εξαγωγή ενός πορίσματος σχετικά με τον τρόπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτό με την ίδια επιπολαιότητα που αντιμετωπίζονται γενικότερα οι διεθνείς εξελίξεις από την ΚΔ. Το Νομοσχέδιο αυτό ενδεχομένως να αποτελέσει την αρχή μιας εθνοκεντρικής πολιτικής που θα τοποθετεί το Κυπριακό στη βάση της Απελευθέρωσης.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης