Τα ξεχασμένα ελληνικά νησιά του Αιγαίου

Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα και την Τουρκία, οι οποίες συγκρούστηκαν κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία και τις υπόλοιπες χώρες που πολέμησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Συνθήκη καθόρισε τα «εκ του νόμου» όρια της σύγχρονης Τουρκίας, αφού παραχωρούσε σε αυτή την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες Νήσους.

Τα νησιά αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, με την προϋπόθεση να μην χρησιμοποιηθούν ως ναυτικές βάσεις κατά της Τουρκίας. Είχαν καταληφθεί στρατιωτικά από το Ελληνικό Ναυτικό το 1912, ενώ ο πληθυσμός τους αποτελείτο κυρίως από Έλληνες. Με την επανάκτηση αυτών των νησιών, η Τουρκία μπορούσε να ελέγχει τα Στενά των Δαρδανελίων. Το σημείο αυτό βρίσκεται στην είσοδο του Αιγαίου Πελάγους και αποτελεί «κομβικό σημείο» στην καμπή της Ιστορίας, καθώς έτσι ξεκίνησαν οι διεκδικήσεις της Τουρκίας επί 18 ακόμα νησιών του Αιγαίου.

Κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να θέσει υπό αμφισβήτηση την ελληνικότητα των δύο αυτών μικρών νησιών. Το όνομα της Ίμβρου βρέθηκε γραμμένο σε επιγραφή της Γραμμικής Β’ από τα αρχεία της Κνωσσού. Το ελληνικό φύλο των Πελασγών μετοίκησε σε αυτήν πριν το 1500 π.Χ. από την περιοχή της Αττικής. Τα νησιά τελούσαν υπό αθηναϊκή κυριαρχία μέχρι που οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ίμβρο γύρω στο 200 μ.Χ., ενώ η Τένεδος καταλήφθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 336 μ.Χ. και αργότερα πέρασαν και τα δύο σε βυζαντινά χέρια. Η Τένεδος το 1204 πέρασε στα χέρια των Βενετών, που για άγνωστο λόγο ερήμωσαν το νησί και μετέφεραν τους τέσσερις χιλιάδες κατοίκους της σε άλλα νησιά και πόλεις της Μεσογείου. Το 1456, η Τένεδος καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς, ενώ η Ίμβρος κατακτήθηκε το 1471.

Πρώτη απελευθερώθηκε η Ίμβρος στις 18 Οκτωβρίου 1912 από το Ελληνικό Ναυτικό. Διοικητής του αγήματος που την απελευθέρωσε ήταν ο Υποπλοίαρχος Παντελής Χορν. Οι κάτοικοι του νησιού υποδέχθηκαν τους απελευθερωτές με ενθουσιασμό, βροντοφωνάζοντας υπέρ της ΕΝΩΣΕΩΣ με την Μάνα Ελλάδα. Έξι μέρες αργότερα, στις 24 Οκτωβρίου 1912, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης καταλαμβάνει και την Τένεδο.

Παρά την τραγική εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την αδυναμία της Ελλάδας να διατηρήσει τον έλεγχο των νησιών, η Τουρκία, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, συμφωνούσε πως η ανταλλαγή πληθυσμών που προνοούσε η Συνθήκη δεν αφορούσε την Ίμβρο και την Τένεδο, ενώ αναλάμβανε την ευθύνη προστασίας των Ελλήνων Χριστιανών που κατοικούσαν στα νησιά. Σε απογραφή που έγινε τον Οκτώβριο του 1912, η Ίμβρος είχε 8506 κατοίκους, που ήταν όλοι Χριστιανοί, ενώ από τους 5172 κατοίκους της Τενέδου ο πληθυσμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τους 3700, ενώ η Τούρκοι ήταν κάτω από 1500.

Η Τουρκία όμως, αντί να προστατεύσει τον ελληνικό Ορθόδοξο πληθυσμό, προσπάθησε να αφανίσει κάθε ίχνος ελληνικού στοιχείου από την περιοχή. Αρχικά, έκλεισαν τα περισσότερα ελληνικά σχολεία, ενώ το 1927 με τον Νόμο 1151 «Περί Νήσων» επέβαλαν την τουρκική εκπαίδευση στους μαθητές ελληνικής καταγωγής. Η Συνθήκη της Λωζάνης προέβλεπε την ύπαρξη τοπικής αστυνομίας που θα ελεγχόταν από την μειονότητα, κάτι που δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Επέβαλαν φόρους που ήταν δυσβάσταχτοι για τους Έλληνες κατοίκους και συνέλαβαν πολλούς σημαίνοντες Έλληνες της κλειστής κοινωνίας των νησιών, όπως ήταν ο Μητροπολίτης Ίμβρου, τους οποίους εξόρισαν στην ανατολική Τουρκία. Επίσης, δημεύτηκαν οι περιουσίες Ορθόδοξων Μοναστηριών και δόθηκαν στους εποίκους που έστειλε η τουρκική κυβέρνηση.

Η δεκαετία του 1960 θεωρείται μια μαύρη περίοδος για τους Έλληνες κατοίκους των δυο νησιών. Λόγω των εξελίξεων στο Κυπριακό, η τουρκική κυβέρνηση επιτίθεται με μένος κατά των Ελλήνων της περιοχής. Έκλεισε όλα τα εναπομείναντα ελληνικά σχολεία και κατήργησε τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Το 1964 απαλλοτριώνει παράνομα τις γόνιμες εκτάσεις γης των κατοίκων των νησιών και τις κηρύττει απαγορευμένες για βοσκή.

Η προσπάθεια αφελληνισμού όμως, δεν σταματά εκεί. Αφαιρείται η υπηκοότητα όλων των Ιμβρίων και Τενέδιων που ζουν στο εξωτερικό και τους απαγορεύεται η επάνοδος στα νησιά. Μετονομάζονται τα νησιά σε Gokgeada και Bozcaada, αντίστοιχα, και καταστρέφονται σχεδόν όλα τα ξωκλήσια τους. Μεταφέρει έποικους από τα βάθη της Ανατολίας και δημιουργεί ανοιχτές αγροτικές φυλακές στο Σχοινούδι, το μεγαλύτερο χωριό της Ίμβρου. Οι βαρυποινίτες φυλακισμένοι κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι στους δρόμους και έσπερναν τον τρόμο στους Ίμβριους. Απειλούσαν, βίαζαν και σκότωναν τους κατοίκους του νησιού υπό τις ευλογίες της τουρκικής κυβέρνησης.

Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αντιδράσει πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1964, όταν κατήγγειλε το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων και τον μη σεβασμό των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών παραδόσεων στην UNESCO. Επίσης, ο τότε Πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, κατήγγειλε τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και το κλείσιμο των σχολείων στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.

Κανένα ωφέλιμο μέτρο δεν έλαβε ούτε η UNESCO, ούτε το Σ.Α. του Ο.Η.Ε., αρκούμενοι σε μερικά σχόλια περί «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» και «επίλυσης διαφορών μεταξύ των δύο μερών». Άφησαν τους κατοίκους των νησιών στο έλεος των Τούρκων. Αποτέλεσμα της αδιαφορίας, τόσο της διεθνούς κοινότητας, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν η εκκένωση του χωριού Κάστρο, το βράδυ της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974. Εκείνο το βράδυ διαπράχθηκαν βιασμοί και δολοφονίες, ενώ βεβηλώθηκαν διάφορα ελληνικά και χριστιανικά σύμβολα.

Η βάρβαρη τουρκική πολιτική εις βάρος της Ίμβρου και της Τενέδου είχε ως αποτέλεσμα στις αρχές του 1990 στην Ίμβρο να ζουν περί των 300 Ελλήνων και 7200 Τούρκοι, ενώ στην Τένεδο είχαν απομείνει ελάχιστοι Έλληνες μεγάλης ηλικίας.

Πλέον, χάρη στις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι της Ίμβρου και των εκατοντάδων Ιμβρίων που ζουν στην διασπορά, ο αριθμός των Ελλήνων Ιμβρίων που ζουν στο νησί αυξήθηκε και έφτασε περίπου στους 700. Στην Τένεδο, όμως, έχουν απομείνει μόλις μερικές δεκάδες ηλικιωμένοι Έλληνες. Παράλληλα, είχε ιδρυθεί το 2006 στην Αθήνα ο Σύλλογος Τενέδιων «Τέννης», που αγωνίζεται για τη διατήρηση των δεσμών μεταξύ των Τενέδιων σε όλο τον κόσμο, καθώς και για την προβολή του προβλήματος της Ίμβρου και της Τενέδου σε διεθνείς οργανισμούς.

Δυστυχώς όμως, η πολιτική ηγεσία και οι υπόλοιποι Έλληνες αδιαφορούν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου. Τα δύο αυτά νησάκια, παρότι έχουν ξεχαστεί από τους αρμόδιους, προσπαθούν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους. Η αφομοίωσή τους από την Τουρκία αποτελεί έγκλημα, καθώς μέσα σε έναν αιώνα, συνετέλεσε ουσιαστικά μία «κάθαρση» των Ελλήνων των νησιών. Παράλληλα όμως, φέρουν μεγάλη ευθύνη και οι εκάστοτε κυβερνήσεις της Ελλάδας, οι οποίες παραμένουν απαθείς απέναντι στην τουρκική βαρβαρότητα.

Η Ίμβρος και η Τένεδος αποτέλεσαν την σύγχρονη «κερκόπορτα» για το αιμοδιψές τουρκικό έθνος, που έχει φτάσει σήμερα στο σημείο να διεκδικεί με δόλιο διπλωματικό τρόπο πολλά ακόμα νησιά του Αιγαίου. Τα διπλωματικά λάθη της δικής μας πλευράς είναι αδιαμφισβήτητα, αφού επιτρέψαμε με αυτά στην Τουρκία να αλωνίζει ανενόχλητη στο Αιγαίο Πέλαγος. Αποτελεί χρέος μας να μην ξεχνούμε την ελληνική ιστορία των νησιών και να αγωνιζόμαστε για την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή και την παραδειγματική τιμωρία της Τουρκίας για όσα εγκλήματα διέπραξε εις βάρος του Ελληνισμού. Το οφείλουμε σε όλες τις αλύτρωτές μας πατρίδες και σε όλους τους θυσιασθέντες και πρόσφυγες που άφησε πίσω της η τουρκική θηριωδία.

Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης

Μοιράσου το:

ΣΧΕΤΙΚΑ

Η 1η Οκτωβρίου 1960 καθιερώθηκε ως ημέρα ανακήρυξης της «ανεξαρτησίας» της Κύπρου από τους Βρετανούς.

Τα τρία παλληκάρια, που πάνω από όλα έβαλαν τον πόθο τους για Λευτεριά και Ένωση