Με 631 θετικές ψήφους, 3 αρνητικές και 59 αποχές εγκρίθηκε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με το οποίο καλεί την Τουρκία «να μεταβιβάσει τα Βαρώσια στους νόμιμους κατοίκους τους υπό την προσωρινή διοίκηση του ΟΗΕ, σύμφωνα με το ψήφισμα 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και να αποφύγει τυχόν ενέργειες που μεταβάλλουν τη δημογραφική ισορροπία του νησιού μέσω μιας πολιτικής παράνομων εποικισμών». Έπειτα, «τονίζει την ανάγκη εφαρμογής του κεκτημένου της ΕΕ σε ολόκληρο το νησί, μετά την επίλυση του Κυπριακού».
Νωρίτερα, με ευρεία πλειοψηφία (440 ψήφοι υπέρ, 193 κατά, 53 αποχή) είχε περάσει τροπολογία που κατέθεσε η Ελληνική και η Κυπριακή αντιπροσωπεία, με πρωτοβουλία των Βαγγέλη Μεϊμαράκη, Λευτέρη Χριστοφόρου και Λουκά Φουρλά, η οποία περιλαμβάνεται στο συγκεκριμένο ψήφισμα και καλεί «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στην Τουρκία ως απάντηση στις παράνομες δραστηριότητές της». Πρόκειται για μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υποτίθεται ότι έπρεπε να αποσκοπεί στο να στείλει ένα μήνυμα προς τους ηγέτες της ΕΕ, οι οποίοι στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου αναμένεται να λάβουν αποφάσεις εναντίον της τουρκικής προκλητικότητας.
Αναλυτικά, το ψήφισμα «καταδικάζει τις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στα Βαρώσια» και ζητά από την κυβέρνηση της Τουρκίας «να αντιστρέψει την απόφαση αυτή και να αποφύγει μονομερείς ενέργειες». Στη συνέχεια, αναφέρει ότι η δημιουργία ενός νέου τετελεσμένου γεγονότος υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τις προοπτικές για μια ολοκληρωμένη λύση του κυπριακού προβλήματος, τροποποιώντας αρνητικά την κατάσταση επί τόπου, επιδεινώνοντας τη διαίρεση και ενσωματώνοντας τη μόνιμη διχοτόμηση της Κύπρου. Ακόμα, προειδοποιεί για οποιαδήποτε αλλαγή του status quo στα Βαρώσια κατά παράβαση των προαναφερθέντων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «εκφράζει τη λύπη του για τις δηλώσεις του Προέδρου της Τουρκίας κατά την επίσκεψή του στα Βαρώσια στις 15 Νοεμβρίου 2020, οι οποίες αποκάλυψαν απροκάλυπτα τον οδικό χάρτη της Άγκυρας για τον παράνομο διακανονισμό της περιφραγμένης πόλης και την υποστήριξή του στην μόνιμη διαίρεση της Κύπρου». Επίσης, καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «να διατηρήσει την ενοποιημένη του θέση έναντι των μονομερών και παράνομων ενεργειών της Τουρκίας, να αναλάβει δράση και να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις ως απάντηση στις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας».
Παράλληλα, η Τουρκία συνεχίζει την προκλητική της στάση, καθώς με επιστολή της στον ΟΗΕ ζητά διάλογο με την Ελλάδα, ενώ θα συνεχίζει τις παράνομες έρευνές της στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Με την συγκεκριμένη επιστολή, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας απαντά στην επιστολή της Ελλάδας, με την οποία κατήγγειλε τις παράνομες έρευνες του «Oruc Reis». Σε αυτή αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το «Oruc Reis» πραγματοποιεί έρευνες στην «τουρκική» υφαλοκρηπίδα, καθώς κι ότι «η Ελλάδα είναι αυτή που δημιουργεί τα προβλήματα με τις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της στην περιοχή». Έτσι, η Άγκυρα με κάθε ευκαιρία συνεχίζει να δυναμιτίζει το κλίμα, είτε με το θέμα των ερευνών, είτε με την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, ζητώντας την αποστρατικοποίηση ελληνικών νησιών.
Στη συνέχεια, το ΕΚ «υπογραμμίζει την υποστήριξή του στην εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να αντιταχθούν σε τυχόν απόπειρες τρίτων χωρών να αναγνωρίσουν ένα κράτος στο νησί της Κύπρου εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ακολούθως, υπενθυμίζει ότι περαιτέρω κυρώσεις «μπορούν να αποφευχθούν μόνο μέσω διαλόγου, ειλικρινούς συνεργασίας και συγκεκριμένης προόδου επί του εδάφους» και ζητεί «να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατόν οι διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Κύπρου υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών».
Ωστόσο, στην παράγραφο 4 του ψηφίσματος, το ΕΚ «υπογραμμίζει την έκκληση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για επανάληψη των διαπραγματεύσεων από το σημείο όπου είχαν σταματήσει στο Crans-Montana το 2017 και τονίζει ότι αυτό πρέπει να γίνει με βάση την Κοινή Διακήρυξη των δύο ηγετών της 11ης Φεβρουαρίου 2014, το γενικό πλαίσιο των έξι σημείων του ΓΓ του ΟΗΕ της 30ής Ιουνίου 2017, και τις συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν έως το τέλος της διάσκεψης».
Υπενθυμίζεται ότι, στις 11 Φεβρουαρίου 2014, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, συναντήθηκε υπό την αιγίδα των ΗΕ με τον τότε «ηγέτη» της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Ντερβίς Έρογλου. Κατά τη συνάντησή τους υιοθετήθηκε Κοινή Δήλωση, η οποία έθετε το πλαίσιο της νέας διαπραγματευτικής διαδικασίας, επιβεβαιώνοντας τις βασικές αρχές λύσης και αποσαφηνίζοντας τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο τότε κοινό ανακοινωθέν «όλοι οι πολίτες της ενωμένης Κύπρου θα είναι και πολίτες είτε του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους είτε του τ/κ συνιστώντος κράτους». Δηλαδή η Αμμόχωστος, η Κερύνεια, η μισή μας πρωτεύουσα, τα κατεχόμενα χωριά μας θα αποτελούν το αποκαλούμενο «τ/κ» συνιστών κράτος. Με αυτή τη «λύση», αυτόματα οι Τούρκοι θα γίνουν νόμιμοι κυρίαρχοι στον βορρά και συγκυρίαρχοι στο νότο, με αποτέλεσμα τον οριστικό εκτουρκισμό της πατρίδας μας και την de facto νομιμοποίηση της εισβολής.
Μεταξύ άλλων, στο κοινό ανακοινωθέν αναφέρεται επίσης ότι «το ομοσπονδιακό σύνταγμα θα ορίζει ότι η ενωμένη κυπριακή ομοσπονδία θα αποτελείται από δυο συνιστώσες πολιτείες με ισότιμο καθεστώς». Ακολούθως, τονίζει ότι «η δικοινοτική, διζωνική φύση της ομοσπονδίας και οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η ΕΕ θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές σε όλη την επικράτεια». Επομένως, φαίνεται ξεκάθαρα πως αν συνεχίσουμε να υποχωρούμε στα κακόβουλα σχέδια της Άγκυρας και βασιστούμε σε «κοινές» δηλώσεις προηγούμενων χρόνων, θα οδηγηθούμε στον εκτουρκισμό του νησιού μας μέσα από μια λύση ΔΔΟ, που προϋποθέτει ξεκάθαρα την παρθενογένεση δύο συνιστώντων κρατών. Έτσι, καταργείται η κρατική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ παράλληλα νομιμοποιείται το ψευδοκράτος. Πρόκειται, δηλαδή, για άλλη μια λύση τύπου σχεδίου Ανάν, που η συντριπτική πλειοψηφία του λαού απέρριψε το 2004.
Ακολούθως, οι ευρωβουλευτές εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι οι τουρκικές αρχές έχουν υποστηρίξει τη λύση των δύο κρατών στην Κύπρο και επανέλαβαν ότι υποστηρίζουν «μια δίκαιη, συνολική και βιώσιμη διευθέτηση με βάση μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία, ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, ενιαία κυριαρχία και ενιαία ιθαγένεια και με πολιτική ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και το κεκτημένο της ΕΕ και με βάση τον σεβασμό των αρχών στις οποίες εδράζεται η Ένωση». Ζητούν, επίσης, από την ΕΕ να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο στην επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Διερωτόμαστε, πως μπορεί να είναι «δίκαιη» μια λύση η οποία υποβαθμίζει τη θέση των Ελλήνων της Κύπρου, από πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε πολίτες ενός εκ των δύο συνιστώντων κρατιδίων ενός ομόσπονδου κράτους. Μια δια-λύση, που αναβαθμίζει το ψευδοκράτος από παράνομο μόρφωμα σε μια αναγνωρισμένη ευρωπαϊκή οντότητα, ως ένα από τα δύο κρατίδια του ομόσπονδου κράτους και υποβαθμίζει το Κυπριακό από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε πρόβλημα μεταξύ δύο κοινοτήτων.
Οι συνεχείς προκλήσεις της Τουρκίας βρήκαν την δική μας πλευρά απροετοίμαστη και αμέτοχη, καθώς ουδεμία κυβέρνηση δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα τερματισμού των αλλεπάλληλων αυτών προκλήσεων. Η στρατηγική που ακολουθεί η ε/κ πλευρά, εδώ και πολλά χρόνια, δεν φαίνεται να βαδίζει στον σωστό δρόμο, καθώς η προτεινόμενη νεο-οθωμανική ομοσπονδιοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν στηρίζεται σε καμία ηθική ή δημοκρατική βάση. Ανεξάρτητα από το πόσο «χαλαρή» θα είναι ή όπως αλλιώς ονομαστεί.
Έχουν περάσει συνολικά 43 χρόνια από τις λεγόμενες «συμφωνίες υψηλού επιπέδου», όταν συμφωνήθηκε η ομοσπονδία ως λύση στο Κυπριακό και μετέπειτα μετατράπηκε σε Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Όλα αυτά τα χρόνια, καταλήγαμε σε αδιέξοδα, αποτυχίες, υποχωρήσεις και σπατάλη χρόνου. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η αλλαγή στρατηγικής, την οποία απαιτούμε από τη μέρα της ίδρυσης της παράταξής μας, επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το σχέδιο Ανάν του 2004, όταν η Δ.Δ.Ο πήρε σάρκα και οστά, το οποίο όμως μελετήθηκε, συζητήθηκε και στο τέλος απορρίφθηκε από την συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Τότε ήταν η μεγάλη ευκαιρία, καθώς ο λαός έδωσε το αυτονόητο μήνυμα πως δεν αποδέχεται καμία ρατσιστική, αντιδημοκρατική και μη βιώσιμη λύση. Αντ’ αυτού, οι ηγέτες των κομμάτων δεν κατανόησαν ότι ήταν η κατάλληλη περίοδος για αλλαγή της πολιτικής μας πορείας, συνεχίζοντας με το ίδιο τροπάριο, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Η εδραίωση της ΔΔΟ ως βάση λύσης και το πλασάρισμά της στον λαό ως η μόνη εφικτή λύση, ήταν η απαρχή των αμέτρητων υποχωρήσεων και παραχωρήσεων.
Ως Έλληνες της Κύπρου και αυτόνομοι φοιτητές, πιστοί στις αξίες και τα ιδανικά «που μας άφησαν οι πρόγονοί μας σαν ιερά παρακαταθήκη», δεν θα επιτρέψουμε την αθώωση της Τουρκίας, δεν θα επιτρέψουμε τον αφανισμό του Ελληνισμού στην Κύπρο. Θα αντισταθούμε σε κάθε είδος ξεπουλήματος, σε κάθε προσπάθεια «διά-λυσης» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρώτα απ’ όλα, όμως, θα πρέπει να εφαρμόσουμε μια νέα στρατηγική. Ενόσω οι εξελίξεις τρέχουν, η πολιτική μας ηγεσία παραμένει στάσιμη στις ίδιες πολιτικές που χάραξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Εμείς, όμως, θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε ανάχωμα στις προθέσεις της Τουρκίας και να αγωνιζόμαστε μέχρι να επέλθει η πολυπόθητη εκείνη ημέρα της Απελευθέρωσης όλων των κατεχόμενών μας χωριών.
Οι μέχρι τώρα προσπάθειες διεξαγωγής διαλόγου με την Τουρκία, καθώς και η επίτευξη προόδου έχουν αποτύχει. Παρόλο που το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν είναι δεσμευτικό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Γερμανική Προεδρία το έχουν ενώπιόν τους. Ο νεοσουλτάνος Ερντογάν προβάλλει την συνεχή κλιμάκωση των παράνομων ενεργειών της Τουρκίας, θέλοντας να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να διατηρήσουν μια στάση που θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα των κρατών-μελών της ενάντια στις τουρκικές παραβιάσεις. Επομένως, στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, για μια συλλογική αντιμετώπιση του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης