Το άνοιγμα του Βαρωσίου από την Τουρκία, έφερε στην επιφάνεια ένα πραγματικό ανθρωπιστικό δράμα της κυπριακής τραγωδίας, τους αγνοούμενους. Σε καμία περίπτωση, το θέμα αυτό δεν πρέπει να περνά σε δεύτερη μοίρα. Χιλίων εξακόσιων δεκαεννιά ανθρώπων αγνοείτο η τύχη τους μετά τη βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974. Οι συγγενείς τους στέκονται ακόμη καρτερικά, κρατώντας το λάβαρο του αγώνα ψηλά. Τα τελευταία χρόνια, μειώθηκε ο αριθμός μετά την ανεύρεση μερικών λειψάνων αγνοουμένων, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο συνταύτισης γονιδίων. Παρ’ όλα αυτά μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες που έγιναν και μέσω των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία αρνείτο να παραχωρήσει άδειες για εκταφές, όπως επίσης και να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία για την ανεύρεση των αγνοουμένων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι στη διάθεση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ), εντός της σφραγισμένης από τον τουρκικό στρατό περιοχής, τοποθετούνται οι εξαφανίσεις τουλάχιστον δώδεκα Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων του 1974. Πρόκειται για πολίτες, κυρίως ηλικιωμένους άντρες αλλά και γυναίκες, η τύχη των οποίων αγνοείται από τις 15 Αυγούστου 1974, όταν δηλαδή ο τουρκικός στρατός εισήλθε παράνομα στην Αμμόχωστο. Μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων, η πλειοψηφία των κατοίκων της Αμμοχώστου εγκατέλειψε την πόλη, αναζητώντας προστασία σε άλλες περιοχές. Ωστόσο, στην πόλη παρέμεινε ένας αριθμός κατοίκων, που δεν είχαν την ευκαιρία ή δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των κατοίκων που παρέμειναν εντός της πόλης δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία ήθελαν να εκκαθαρίσουν την πόλη από τους Ελληνοκυπρίους κατοίκους της.
Ακόμη, σύμφωνα με τις εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών, οι δρόμοι της πόλης ήταν διάσπαρτοι από τους σορούς των εκτελεσθέντων. Έτσι, τα Ηνωμένα Έθνη και ειδικά το σουηδικό απόσπασμα που ήταν υπεύθυνο για την πόλη της Αμμοχώστου, προχώρησαν σε κάποιες ταφές των σορών των Ελληνοκυπρίων, ενώ άλλες ταφές πραγματοποιήθηκαν από τον τουρκικό στρατό και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των Τουρκοκυπρίων. Αυτή φαίνεται να ήταν η πρακτική των Σουηδών των Ηνωμένων Εθνών, ενισχύοντας την υπόθεση περί ταφής Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων στο κοιμητήριο του Σταυρού. Ενδεικτικά, αναφέρεται η περίπτωση των αδερφών Χατζηπαύλου, Κωστάκη και Μιχαλάκη, οι οποίοι θάφτηκαν στο κοιμητήριο Σταυρού από κλιμάκιο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, στις 19 Αυγούστου 1974. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη που έδωσε τον Δεκέμβρη του 2020 η σύζυγος του Μιχαλάκη Χατζηπαύλου, η οποία είχε δηλώσει ότι οι «άντρες της ΟΥΝΦΙΚΥΠ τους είχαν βρει και τους δύο, νεκρούς έξω από το κατάστημα της Τσουκερούς», ενώ ακολούθως ανέφερε ότι «τους μάζεψαν, τους έβαλαν σε σακούλες, τους πήγαν στο παλιό κοιμητήριο του Σταυρού και τους έθαψαν, δεξιά αμέσως μετά την είσοδο».
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως εάν δεν γίνουν άμεσα εκταφές, υπάρχει ο κίνδυνος καταστροφής των χώρων ταφής από διάφορα συνεργεία που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και από αυτά που θα δραστηριοποιηθούν στο μέλλον με βάση τους τουρκικούς σχεδιασμούς, δυσκολεύοντας έτσι το έργο ανεύρεσής τους. Συνεπώς, θα πρέπει επιτέλους οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις μας να ασχοληθούν με το πραγματικό πρόβλημα του τόπου μας και να πιέσουν την Τουρκία, όπως και τη διεθνή κοινότητα για την εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων μας. Επίσης, τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και του Ο.Η.Ε, καθώς και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που καταδικάζουν την Τουρκία για την εισβολή και τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε κατ’ αυτήν, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν επιτέλους για ουσιαστική καταδίκη της Τουρκίας σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς.
Οι αλλεπάλληλες προκλήσεις της Τουρκίας που βιώνουμε καθημερινά και ο πρόσφατος εποικισμός της Αμμοχώστου από το κατοχικό καθεστώς, κάνουν πιο εμφανή από ποτέ την ανάγκη για επαναχάραξη της εθνικής στρατηγικής της πλευράς μας, σχετικά με το Κυπριακό. Επομένως, η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να θέσει το Κυπριακό πρόβλημα στην ορθή του βάση, αφού αποτελεί πρόβλημα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία και όχι πρόβλημα μεταξύ δύο κοινοτήτων. Εφόσον η Τουρκία διατηρεί τα στρατεύματά της στα κατεχόμενά μας εδάφη ανενόχλητη, εμείς θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε ανάχωμα στις προθέσεις της και να αγωνιζόμαστε μέχρι να επέλθει η άγια μέρα της Απελευθέρωσης όλου του πλάτους και μήκους του κατεχόμενού μας εδάφους. Άλλωστε το χρωστάμε στους πρόγονούς μας, τους αγνοούμενους και τους νεκρούς μας, που έπεσαν μαχόμενοι από τον Αττίλα. Το μόνο που μπορούμε να τους υποσχεθούμε είναι ότι θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για να τιμήσουμε τον δικό τους αγώνα ενάντια στον κατακτητή.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης