Πέθανε ο Τούρκος λαθρέμπορος αρχαιοτήτων Αϊντίν Ντικμέν στις 8 Απριλίου 2020 και σε ηλικία 83 ετών. Ο Αϊντίν Ντικμέν ήταν ένας από τους γνωστότερους Τούρκους αρχαιοκάπηλους με ανάμειξη σε κλοπές αρχαιοτήτων και θρησκευτικών κειμηλίων από το κατεχόμενο μέρος του νησιού μας, ως υπεύθυνος για το εκεί λαθρεμπόριο. Η λαθρεμπορία αρχαιοτήτων είναι ένα αναίμακτο έγκλημα που διαπράττεται σε πολλές χώρες του κόσμου. Μεταξύ αυτών είναι και η πολύπαθη μας Κύπρος και ιδιαίτερα μετά το 1974 έχουν εντοπιστεί πολλές περιπτώσεις αρχαιοκαπηλείας από τα κατεχόμενα μας εδάφη. Δυστυχώς, ο Αϊντίν Ντικμέν, πέθανε χωρίς να ομολογήσει όλα όσα γνώριζε για τις αρχαιότητες που διατηρούσε στην κατοχή του, πράγμα που καθιστά δυσκολότερο τον επαναπατρισμό πολλών κλοπιμαίων.
Η κ.Τασούλα Χατζηττοφή γνώστρια των πολιτιστικών εγκλημάτων που διέπραξε ο Τούρκος λαθρέμπορος και μια εξ αυτών που αγωνίστηκαν για τον εντοπισμό των κλεμμένων θησαυρών και την επιστροφή τους στο νησί μας, ανέφερε χαρακτηριστικά «Πήρε πολλά μυστικά στον τάφο του για το παράνομο εμπόριο από την κατεχόμενη Κύπρο και πούλησε κυπριακές αρχαιότητες σε όλο τον κόσμο. Όλα όσα γνωρίζουμε σήμερα για τον Ντικμέν είναι μέσω του πρώην συνεργάτη του Michel van Rijn, ο ρόλος του οποίου είναι αμφιλεγόμενος και έχει τα δικά του κίνητρα και συμφέροντα για τις κυπριακές μας αρχαιότητες. Οι κυπριακές αρχές πρέπει να μελετήσουν κατά πόσο άφησε πίσω του αρχαιότητες, τις οποίες αγόρασε μετά την επιχείρηση του Μονάχου και μπορούμε να τις διεκδικήσουμε».
Ο Ντικμέν, έχοντας ως έδρα του το Μόναχο της Γερμανίας, διαβίβαζε τη λεία του μέσω Τουρκίας σε όλο τον κόσμο, την οποία αποσπούσε από τα κατεχόμενα. Οι ενέργειές του τον εμπλέκουν στα μεγαλύτερα και γνωστότερα σκάνδαλα αρχαιοκαπηλίας κυπριακών θησαυρών και είναι βέβαιο ότι δεν έπραττε μόνος του στις παράνομες δράσεις του, αφού φαίνεται να είχε συνεργάτες σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Τουρκία και κατεχόμενα. Η λεηλασία των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση και των ψηφιδωτών του 6ου αιώνα από τον ναό της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη, αποτελούν από τις μεγαλύτερες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, στις οποίες εμπλέκεται.
Μετά το 1974, εκκλησιαστικά μνημεία καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν από πολλούς αρχαιοκάπηλους και κυρίως από τον προαναφερόμενο, ο οποίος κατάφερε να αφαιρέσει τοιχογραφίες από πολλούς ναούς και να κλέψει μεγάλο αριθμό πανάρχαιων εικόνων και εκκλησιαστικών αντικειμένων. Η λεία του απαριθμεί δεκάδες εκατομμύρια κλοπιμαία από όλο τον κόσμο. Ένας αριθμός αντικειμένων, έργων τέχνης και χειρόγραφων που φαντάζει αναληθής, ανευρέθηκαν στο διαμέρισμα του στο Μόναχο. Αυτή η περίπτωση αρχαιοκαπηλείας αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως και είναι γνωστή ως «Υπόθεση Μονάχου». Είναι μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που καταστρώθηκαν όσον αφορά την ανεύρεση κλεμμένων έργων τέχνης. Η ανάκτηση των κυπριακών αρχαιοτήτων από την Βαυαρική Αστυνομία που ανευρέθηκαν κατά το έτος 1997 κατέληξε στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Μονάχου, για επιστροφή των πολιτιστικών μας θησαυρών, ανεκτίμητης αξίας. Αξίζει να σημειωθεί, πως η κα. Τασούλα Χατζητοφή, κατόρθωσε να παγιδεύσει και να ξεσκεπάσει το 1997 τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο.
Πρόκειται για έργα που προέρχονται από πενήντα περίπου διαφορετικούς λεηλατημένους ναούς της κατεχόμενης Κύπρου και έχουν ταυτιστεί πλήρως, ενώ δυστυχώς μεγάλο μέρος τους δεν έχει πλήρως ταυτολογηθεί λόγω ελλιπών στοιχείων. Για αρκετά από τα κλοπιμαία κυπριακής προέλευσης που βρέθηκαν στην κατοχή του, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που αποδεικνύουν την ταυτότητά τους καθώς ο τούρκος αρχαιοκάπηλος είχε φωτογραφίες και σκίτσα που αφορούσαν το κάθε έργο τέχνης ξεχωριστά. Συγκεκριμένα, είχε φωτογραφικό υλικό πριν από την κλοπή των ψηφιδωτών και τοιχογραφιών, κατά τη διάρκεια της αφαίρεσής τους και μετά την αφαίρεσή τους, αλλά και αντίγραφα των ψηφιδωτών με σκοπό την πώλησή τους ως αυθεντικών στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων. Τα ψεύτικα πιστοποιητικά που διέθετε αποκλειστικά για τα αντίγραφα φανερώνουν το καλοστημένο σχέδιο του Ντικμέν.
Ωστόσο, μερικά αντικείμενα τα οποία κρίνονται ότι είναι κυπριακής προέλευσης και παρά τα στοιχεία που δόθηκαν στο γερμανικό δικαστήριο ως προς την ταυτότητα τους, δεν επέστρεψαν ποτέ καθώς δεν υπήρξε ποτέ η συγκατάθεσή του για τον επαναπατρισμό τους, με δικαιολογία ότι υπάρχουν ελλιπείς στοιχεία. Επιπλέον, ένας τεράστιος αριθμός από τα κλοπιμαία δεν βρέθηκαν ποτέ, καθώς πιστεύεται ότι πουλήθηκαν στην παράνομη αγορά έργων τέχνης στο εξωτερικό, κοσμώντας ιδιωτικές συλλογές.
Ο τρόπος που ξεγύμνωνε ιστορικά και αρχαιολογικά κτήρια από τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα πανάρχαια χρόνια, είναι γνωστός ως ο τρόπος της αποτοίχισης. Στην επιφάνεια του ψηφιδωτού στερέωνε πανιά και βενζινόκολλα, ενώ μεταλλικά στοιχεία λειτουργούσαν σαν μαχαίρια και μοχλοί ώστε να σπάσουν το ψηφιδωτό από την επιφάνεια. Τα έργα τέχνης υπέστησαν πολλές μηχανικές καταπονήσεις, καθώς πολλά από αυτά καταστράφηκαν περιμετρικά, γιατί για κάποιο λόγο τον ενδιέφεραν μόνο τα πρόσωπα. Επιπλέον, η βενζινόκολλα κατάστρεφε μέρος των ψηφίδων, ενώ μεγάλη ταλαιπωρία υπέστησαν κατά τη διάρκεια μετακίνηση τους, μέχρι να βρεθεί αγοραστής.
Ο άνθρωπος αυτός είναι φανερό ότι διέπραξε ένα πολύ καλά οργανωμένο έγκλημα εις βάρος του μακραίωνου χριστιανικού πολιτισμού του νησιού μας. Κατάφερε να ξεγυμνώσει τα μοναστήρια και τις εκκλησίες των κατεχομένων από τα πολυτιμότερα έργα τέχνης που υπήρχαν και να τα μεταφέρει στο εξωτερικό. Ο θάνατός του θα αφήσει πολλά αναπάντητα ερωτήματα για την τύχη τους, με αποτέλεσμα να γίνει πιο δύσκολη η διαδικασία επαναπατρισμού τους. Από την πλευρά της, η Κυπριακή Δημοκρατία μαζί με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουν τον αγώνα για την επιστροφή όλων των αρχαιοτήτων που κλάπηκαν, καθώς η αρχαιοκαπηλία αποτελεί ένα πολύ σημαντικό έγκλημα που διέπραξαν οι Τούρκοι κατά του μακραίωνου πολιτισμού του νησιού μας. Τα πανάρχαια αυτά κλοπιμαία μετρούν χιλιάδες και πλέον χρόνια ελληνικής ιστορίας και αποτελούν κληρονομιά του τόπου μας. Το μόνο δίκαιο είναι η επιστροφή τους στους νόμιμους κατόχους τους.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης