O ποιητής της Ρωμιοσύνης, της λευτεριάς, της ζωής και της αθανασίας. Ο ποιητής του έρωτα, της μοναξιάς, της μνήμης και της λησμονιάς.
Γεννιέται την πρώτη μέρα του Μάη του 1909, περικυκλωμένος από το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που αγκαλιάζει τη Μονεμβασιά. Το γαλάζιο της θάλασσας που γλυκά χαϊδεύει κάθε ακτή της ελληνικής στεριάς. Το γαλάζιο της Ελλάδας, των Ελλήνων και της σημαίας αυτής που τον ενέπνευσε να γράψει για τούτον τον τόπο.
Στο δημοτικό σχολείο της Μονεμβασιάς, έμαθε τα πρώτα του γράμματα και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Γυμνάσιο Γυθείου. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, με τη βοήθεια της μητέρας του που του έδινε διάφορα ερεθίσματα, κατάλαβε πως άνηκε στον καλλιτεχνικό χώρο. Δεν ήταν μόνο ποιητής, μα και ζωγράφος, χορευτής, ηθοποιός, μουσικός. Αυτά τα ταλέντα του συνέχισε να τα εξασκεί μέχρι και τα τελευταία του χρόνια. Αρκετοί πίνακες του έχουν σωθεί, ενώ πήρε μέρος σε πολλές θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις. Η τέχνη τον συνόδευε πάντα στη ζωή του, σε κάθε της μορφή και δεν τον άφησε ούτε στιγμή να νιώσει μόνος. Του κρατούσε συντροφιά τις μέρες της εξορίας, όταν άφηνε για λίγο την ποίηση και με το μολύβι του ζωγράφιζε πρόσωπα σε βότσαλα και πέτρες.
Από μικρός, έμαθε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής. Έχασε τη μητέρα και τον αδελφό του μέσα σε ένα χρόνο από φυματίωση, μια αρρώστια που έξι χρόνια μετά, το 1927, ταλαιπώρησε και τον ίδιο. Νοσηλεύτηκε στο κέντρο Σωτηρία, όπου επικρατούσαν άθλιες καταστάσεις. Εκεί όμως, γνώρισε ανθρώπους που τον ενέπνευσαν και έζησε καταστάσεις που τον ώθησαν να γράψει. Αργότερα, ο πατέρας του Ελευθέριος εισήχθη στο Δαφνί και η αδελφή του υποφέροντας από ψυχική ασθένεια, ακολούθησε την ίδια μοίρα.
Το 1954, ο ποιητής παντρεύτηκε με τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη και ένα χρόνο μετά ήρθε στη ζωή η μοναχοκόρη του Έρη, στην οποία χάρισε το ποίημα «Πρωινό άστρο».
Το πρώτο του έργο, «Τα τρακτέρ» εκδόθηκε το 1934. Από τότε έγραψε πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα, τέσσερα θεατρικά, μελέτες για άλλους ποιητές, πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Το 1956 τιμήθηκε με το Α´ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και νομπελίστες, το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διακρίθηκε επίσης και με πολλά ξένα βραβεία. Μερικά από τα πιο γνωστά του έργα είναι o «Επιτάφιος» (1936), «Ἡ Ἐαρινὴ συμφωνία» (1937-1938) , «Η Κυρὰ των αμπελιών» (1945-1947), «Όταν ἔρχεται ὁ Ξένος»(1958), «Ἡ Ρωμιοσύνη» (1945), «Γειτονιὲς του κόσμου» (1949) και «Ελένη»(1970).
«… Ὡστόσο – ποιὸς ξέρει – ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου…»
Αυτά του τα λόγια, αντικατοπτρίζουν τις αξίες που χάραξαν την πορεία της ζωής του. Φυλακίσεις, εξορίες, εκτοπισμοί. Το 1948 μέχρι το 1952 βρισκόμενος σε εξορία, γράφει το «Ημερολόγιο Εξορίας». Το 1967 μεταφέρεται για δεύτερη φορά μακριά από τους δικούς του, σε διάφορα νησιά και καταλήγει στη Σάμο, όπου παρέμεινε για έξι χρόνια. Εκεί, γράφεται το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1968-1969) και πολλά άλλα έργα.
Η ψυχή του μεταναστεύει στις 11 Νοεμβρίου 1990, και το σώμα του σκεπάζεται με τα δικά του λόγια. «Πιστεύω στην ποίηση στον έρωτα στον θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία». Αυτή την πίστη του στην αθανασία την ενίσχυσαν και οι δικοί μας αγωνιστές της Λευτεριάς. Ο Ρίτσος, που στην καρδιά του έκλεισε ολόκληρη την Ελλάδα, δε θα μπορούσε να παραλείψει την πιο μακρινή της άκρη, την Κύπρο μας. Όταν επισκέφτηκε τη μεγαλόνησο το 1979, πέντε χρόνια μετά την τουρκική εισβολή είπε: «Αισθάνομαι μια εντελώς ιδιαίτερη συγκίνηση, που πατώ το ιερό έδαφος της Κύπρου. Έρχομαι σαν προσκυνητής. Προσκυνητής της ιστορίας -της πανάρχαιας- της Κύπρου. Προσκυνητής του εξαίρετου πολιτισμού της. Προσκυνητής, της σύγχρονης αγωνιστικής ιστορίας της. Προσκυνητής, για όλους εκείνους που έπεσαν στους μεγάλους αγώνες για την ελευθερία…»
Τα αμούστακα παλικάρια της Ε.Ο.Κ.Α, στον μεγάλο αγώνα για την Ελευθερία, τα παιδιά στις διαδηλώσεις με τα λάβαρα του Έθνους πάντα ψηλά, οι αντάρτες στα βουνά του Μαχαιρά, ολόκληρος ο ελληνικός κυπριακός λαός που δε δεχόταν να ζει άλλο στη σκλαβιά, αυτοί τον συγκίνησαν.
Στις 3 του Μάρτη το 1957, ο Γρηγόρης Αυξεντίου περνά στην αθανασία. Ένας ακόμα ήρωας αποκτά θέση στις σελίδες τις ιστορίας μας, αλλά και στην ποιητική συλλογή του Ρίτσου με το έργο του «Αποχαιρετισμός». Με τα δικά του όπλα, το χαρτί και το μελάνι, κατάφερε να ζωγραφίσει με στίχους τις τελευταίες σκέψεις του ήρωα. Με τις κατάλληλες λέξεις, στη σωστή σειρά, τοποθετεί όσους διαβάζουν αυτό του το έργο, στο πλευρό του Γρηγόρη, μέσα στο σκοτεινό του κρησφύγετο, «σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο». Εκεί που κάηκαν οι «χοντρές ελληνικές κοκάλες του» και απέκτησε μια αλλιώτικη λάμψη. Μια λάμψη που προέρχεται απ’ αυτούς που ενώ μπορούν να αποφύγουν τον θάνατο, αυτοί τον διαλέγουν «σαν τιμή και σα χρέος, για τους άλλους». Αυτή τη λάμψη, από «τη φλεγόμενη τη σημαία του ανένδοτου αγώνα», που παρέλαβαν από τα χέρια του οι συναγωνιστές του Γρηγόρη, μα και του κάθε Γρηγόρη που θυσιάζεται για την πατρίδα του, «φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων». Τη λάμψη που τους έδωσε θάρρος και τόλμη να αντισταθούν στον κατακτητή, να αντέξουν τα βασανιστήρια, να πολεμήσουν μέχρι τέλους, να τραγουδούν τον εθνικό μας ύμνο οδηγούμενοι στην αγχόνη και που έδωσε θάρρος σε όλες τις μάνες ηρώων να πουν «Είμαι περήφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου».
Κατάφερε να μή λησμονήσει κανείς ποτέ «το φως που ονειρευτήκαμε μαζί, κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας».
Ακόμη και σήμερα, δεν το λησμονεί όποιος μένει σε τούτο το νησί και αντικρίζει καθημερινά το κουρελόπανο στον Πενταδάκτυλο. Ο μαύρος Ιούλης του ’74, στιγματίζει τον Ελληνισμό. Το ποίημα «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο» γράφεται την ίδια χρονιά. Γι’ αυτούς που πόνεσαν, γι αυτούς που χάθηκαν, μα θ’ αναστηθούν ξανά κι όπως κάθε φορά θα πολεμήσουν μέχρι να ακουστεί η «ανάστασης καμπάνα».
«Πόσοι νεκροί, πόσοι γυμνοί, θλιμμένοι, αποδιωγμένοι, αντάμα αντάμα πορπατάν τις νύχτες αγριεμένοι. Αχ, οι νεκροί μας δε χωράν στο χώμα και στο κλάμα· ψυχή Κάι σώμα βάλανε στον άγιο αγώνα τάμα.
Και κοντοστέκουν μια στιγμή, κι έτσι σκυμμένοι — δες τους — βγάζουν με τα δαχτύλια τους τί βόλια απ’ τις πληγές τους,
Κι ορθοί ξανά και δυνατοί πατάν το θάνατο τους και στον αγώνα ρίχνονται πιο πρώτοι κι απ’ τούς πρώτους.»
Ο Ρίτσος μέσα από αυτά τα έργα του μας θυμίζει πως η ψυχή αυτού του τόπου, ό,τι κι αν γίνει, όσα κι αν του κάνουν, δεν θα ησυχάσει αν δεν καταφέρει να κάνει το όνειρο του Αυξεντίου, μα και όλων των αγωνιστών της Ελευθερίας πραγματικότητα. Μέχρι να δει την Κύπρο μας Ελεύθερη και απ’ άκρη σ’ άκρη Ελληνική και επιτέλους να ρίξει «μια ντουφεκιά στον αέρα στη γιορτή της απελευθέρωσης».
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης