Από τις 17 μέχρι τις 19 Μαρτίου 2023, έλαβε χώρα το Δ’ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών και Μεσαιωνικών Σπουδών στη Λευκωσία, το οποίο διοργάνωσε η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου. Στα πλαίσια έναρξης του Συνεδρίου, η Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, Αθηνά Μιχαηλίδου διάβασε τον χαιρετισμό του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη.
Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος αναφέρθηκε στους κινδύνους που έχουν αναδυθεί, οι οποίοι αποτρέπουν τη συντήρηση μνημείων και τη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και σε άλλα συναφή προβλήματα που έχει επιφέρει η πολύχρονη τουρκική κατοχή της Κύπρου. Εν συνεχεία, συνεχάρη την προσπάθεια προαγωγής, τόσο της επιστημονικής έρευνας, όσο και της μελέτης αγνώστων ή ελαχίστως προβεβλημένων πτυχών της ιστορίας μας.
Εν τη ρύμη του λόγου του έκανε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της πολύπαθης Κύπρου μας, σημειώνοντας ότι «κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων στην Κύπρο αναπτύχθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, εξαπλώθηκε η χριστιανική πίστη και ήκμασε η πνευματική ζωή, κτίστηκαν εκκλησίες και μοναστήρια, ιστορήθηκαν εικόνες και ψηφιδωτά». Είναι τουλάχιστον λυπηρό το γεγονός ότι αναφορά στην Ελλάδα έγινε μόνο με τη φράση «Πανεπιστημίου Ιωαννίνων» στην προσφώνηση ενός τίτλου. Σε ένα ελληνικό νησί που σφαδάζει κάτω από τα δεσμά της σκλαβιάς αναζητώντας την ελευθερία του, έχουμε ανάγκη από πολιτικούς που κρατούν στη μνήμη τους τον Ελληνισμό. Πώς γίνεται να συζητάμε για τον πολιτισμό της Κύπρου, χωρίς την Ελλάδα;
Η ελληνικότητα του τόπου μας είναι αδιαμφισβήτητη, εφόσον ήδη από τη Νεολιθική Εποχή, που εμφανίζονται τα πρώτα στοιχεία ύπαρξης ζωής στην Κύπρο, διακρίνονται στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μητέρα πατρίδα. Έπειτα, στο πέρασμα των χρόνων, φαίνεται η προαναφερθείσα σύνδεση να διατηρήθηκε και να ενισχύθηκε περεταίρω, παρόλες τις εναλλαγές κατακτητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κυπριακό ιδίωμα, που παρόλο που μέρος του πρόκειται για συνονθύλευμα γλωσσών ξένων κατακτητών, η βάση του παραμένει έως σήμερα η αρχαία ελληνική γλώσσα, παραπέμποντας σε στιγμές ακμής του ελληνικού πολιτισμού.
Ακόμα, όμως, και αν εστιάσουμε μόνο στη χρονική περίοδο μελέτης του Συνεδρίου, τη Βυζαντινή περίοδο, γινόμαστε μέτοχοι μιας αλληλεπίδρασης του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα, σχέση η οποία διαφύλαξε άσβεστη τη φλόγα του πολιτισμού στο νησί μας υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες. Για του λόγου του αληθές, αρκεί να αναφερθούμε στην περίοδο της εικονομαχίας όπου ιστορικές εικόνες σώθηκαν μέσω της Κύπρου, όπως η εικόνα της Παναγίας του Μαχαιρά, που ήρθε στην ελεύθερη Κύπρο, στα χέρια ενός μοναχού, στην προσπάθειά του να την προστατέψει από τους εικονομάχους. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι επρόκειτο για εσκεμμένη παράληψη της ιστορικής αλήθειας από τον νέο Πρόεδρο, ώστε να σχηματίσει μια εικόνα ενός πολιτισμού ανεξάρτητου και αποκομμένου από την Ελλάδα.
Προς το τέλος του χαιρετισμού του, ο κ. Πρόεδρος μίλησε για τα οφέλη του Συνεδρίου στην εκπαιδευτική πραγματικότητα. Πράγματι, η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία, ενώ παραμένει αναγκαία, είναι ελλιπής. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει ανάγκη για ολική ανασυγκρότηση των εκπαιδευτικών συγγραμμάτων της ιστορίας, όπως επίσης και βελτίωση του τρόπου διδασκαλίας της. Επίσης, στο πλαίσιο αυτό, η εγκαθίδρυση ενός Ενιαίου Εκπαιδευτικού Δόγματος μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, θα αποτρέψει κάθε προσπάθεια αφελληνισμού του νησιού μας και εκτουρκισμού του. Όταν ο λαός της Κύπρο ερωτηθεί, λεύτερος πια, για την τύχη του, θα πρέπει να βρίσκεται καταρτισμένος και φωτισμένος με την ιστορική αλήθεια για την ταυτότητά του. Τότε, αναγνωρίζοντας την ελληνική του ιθαγένεια, θα μπορεί να επιλέξει και να διεκδικήσει την Ένωση, εκπληρώνοντας το τρίπτυχο Απελευθέρωση-Αυτοδιάθεση-Ένωση.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να επισημανθεί το γεγονός ότι υπάρχει απουσία χρηματοδότησης και έλλειψη υποδομών στα προγράμματα συντήρησης και αποκατάστασης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, κάτι που υποτίθεται πως θα με το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο όποτε αυτό τελειώσει. Ακόμα, παρατηρείται έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού για την έρευνα και τη συντήρηση και ενώ το Τμήμα Αρχαιοτήτων είναι υποστελεχωμένο, το κράτος αναγκάζεται συχνά να φέρει τεχνίτες από το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, ξεκαθαρίζεται ότι δεν εφαρμόζονται ορθά οι σχετικές πολιτικές για τα λιγοστά μνημεία που σώθηκαν από τις τουρκικές βαρβαρότητες και βρίσκονται στα κατεχόμενα. Μάλιστα, υπάρχει «δικοινοτική επιτροπή» που φροντίζει για το ζήτημα αυτό, ενώ απαγορεύεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων να παρίσταται στα κατεχόμενα για εργασίες και για να αιτηθεί κάποιος την αποκατάσταση ενός μνημείου πρέπει στην ομάδα μελέτης του να συμπεριλαμβάνονται και τ/κ. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιώτες έσπευσαν εθελοντικά να αποκαταστήσουν ετοιμόρροπα μνημεία μεγάλης πολιτιστικής αξίας.
Επομένως, η δυσλειτουργική αυτή κατάσταση υπογραμμίζει την ανάγκη για αναβάθμιση, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό των αρμόδιων κρατικών φορέων, ώστε να πραγματοποιούν με επιτυχία το έργο της διαφύλαξης και διατήρησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Είναι μεγάλη ντροπή να συνεχίζουμε να κατεδαφίζουμε διατηρητέα κτήρια αντικαθιστώντας τα με ουρανοξύστες, θυσιάζοντας τον πολιτισμό στον βωμό του χρήματος, ενώ στα κατεχόμενα, πλέον, αναστηλώνονται τα δικά μας μνημεία από «δικοινοτικούς φορείς».
Ειρήσθω εν παρόδω, πως η Πρόεδρος της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, το περασμένο Σάββατο στην παρουσίαση του τόμου «Αγία Σοφία: Οι ναοί της του Θεού Σοφίας ανά τον κόσμο», που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων της Μητρόπολης Λεμεσού, στο περιθώριο της Διευρυμένης Συνεδρίας της Διεθνούς Γραμματείας, των Προέδρων και εισηγητών των Επιτροπών της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας (ΔΣΟ), υπέδειξε ότι η προσπάθεια παραχάραξης της ιστορικής μνήμης αποτελεί πάγια πολιτική της Τουρκίας, με ορατές επιπτώσεις. Τόνισε, ακόμα, πως «τα πολιτισμικά θρησκευτικά μνημεία στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού μας αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της τουρκικής μισαλλοδοξίας». Παρόλο, λοιπόν, που οι πολιτικοί κυβερνώντες του τόπου μας, βγαίνουν και μιλούν ανοιχτά για βεβήλωση του πολιτισμού μας εκ μέρους των κατακτητών, δεν λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα για την τιμωρία των τελευταίων. Ενώ δείχνουν να αναγνωρίζουν τα προβλήματα, δεν συνεισφέρουν έμπρακτα στην άμεση αντιμετώπισής τους.
Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για την πατρίδα μας, προβάλλει αδήριτα η ανάγκη να κατατρέξουμε στις ρίζες μας, και είναι χαρά μας να βλέπουμε διοργανώσεις που προωθούν τον πολιτισμό. Δεν γίνεται, όμως, να εθελοτυφλούμε στην προσπάθεια περιθωριοποίησης της αναντίρρητα ελληνικής μας ταυτότητας και στο μπόλιασμα μιας παιδείας που προωθεί ένα ανύπαρκτο κυπριακό «έθνος». Είναι αδιανόητο, παράλληλα, να δεχόμαστε παθητικά την αθέτηση των υποσχέσεων των πολιτικών σχετικά με κονδύλια και επιχορηγήσεις για τον πολιτισμό.
Ας αντιδράσουμε πριν να είναι αργά, ας μην επιτρέψουμε να ασελγήσουν στον πολιτισμό μας. Ως Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης, δηλώνουμε έτοιμοι να αγωνιστούμε για την κληρονομιά μας, υπενθυμίζοντας πως καμιά ψυχή δεν εγκλωβίζεται, καμιά ιστορία δεν παραχαράζεται. Όλοι στον αγώνα για τη διασφάλιση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και τη διαφύλαξη της ελληνικότητας της ιδιαίτερης πατρίδας μας.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης