Καταλαβαίνω πως νιώθεις και πόσα σε τρομάζουν καθώς σκέφτεσαι πως μια τόσο μεγάλη αλλαγή θα είναι κάτι πρωτόγνωρο για ‘σένα. Δεν είναι κακό να παραδεχτούμε ότι κάποιοι από εμάς γεννηθήκαμε σε ένα νησί μισό. Γεννηθήκαμε σε ένα νησί που μας μεγάλωσε με απαγορευτικά και «μονόδρομους» και πως ποτέ μας δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε ακριβώς τι έζησαν οι δικοί μας.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που κάθε Σάββατο απόγευμα μας πήγαινε στη Λήδρας και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να κοιτάμε μέσα από τον γυάλινο κύκλο στο οδόφραγμα. Θυμάμαι να βλέπω από παιδί την εγκατάλειψη των σπιτιών και να ακούω τη σιωπή τους. Κάποιες φορές μπορούσα να ακούσω και τις κραυγές του τρόμου, εκείνες που ακούστηκαν το 74΄ όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στο νησί.
Θυμάμαι τη μάνα μου να προσπαθεί να εξηγήσει στο παιδάκι που ήμουν κάποτε ότι αυτό το λίγο που μπορώ να δω από την γυάλινη τρύπα ανήκει σε ΄μας και ότι κάποτε θα μπορέσουμε να το πάρουμε πίσω. Την θυμάμαι να μου υπόσχεται ότι όταν έρθει η μέρα που θα μπορέσουμε να περπατήσουμε ελεύθερα, πέρα από τα οδοφράγματα, θα περάσουμε μαζί, αγκαλιασμένες όπως πέρασε η ίδια με τη γιαγιά μου όταν έφυγαν με τη βία. Μόνο που τώρα θα περάσουμε χαμογελώντας, κλαίγοντας από τη χαρά και όχι από τη λύπη και το φόβο.
Θυμάμαι την γιαγιά μου να μου μιλά για τις πορτοκαλιές στο χωράφι του πατέρα της. Μου έλεγε ιστορίες γι’ αυτές. Μου έλεγε που έτρεχαν και έπαιζαν ανάμεσα τους. Μου έλεγε που ήταν όμορφες και πως τα πορτοκάλια τους ήταν τα πιο ωραία στον κόσμο. Μου έλεγε για την κούνια που της κρέμασε ο παππούς της σε μια μεγάλη ελιά στο χωράφι και μου έλεγε ότι εκεί περνούσε τα απογεύματα με τις φίλες της.
Θυμάμαι τον παππού μου που λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος με πήγαινε βόλτα στο οδόφραγμα στην παλιά Λευκωσία. Θυμάμαι που πάντα κατέβαζε το παράθυρο του αυτοκινήτου, χαιρετούσε τον στρατιώτη που στεκόταν εκεί και του έλεγε «Καλή χρονιά φίλε, ελεύθερη χρονιά» και μετά δεν μιλούσε ξανά μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι… Μέχρι που ήρθε η χρονιά που δεν πήγαμε ξανά, που δεν ευχηθήκαμε ξανά στον στρατιώτη. Μέχρι που μεγάλωσα και ο παππούς μου έφυγε χωρίς να δει την καλή χρονιά… την ελεύθερη χρονιά.
Κι όταν πια μεγάλωσα αρκετά και μπορούσα πλέον να καταλάβω τον λόγο που δεν μιλούσε ο παππούς μου καθώς φεύγαμε από το οδόφραγμα δάκρυσα. Δάκρυσα όπως δάκρυζε κι αυτός. Δάκρυσα κι όταν σκέφτηκα ότι περνάμε πια ελεύθερες, αγκαλιασμένες με τη μητέρα μου και κατευθυνόμαστε στο χωρίο. Δάκρυσα όταν σκέφτηκα ότι πηγαίνω στο χωράφι με τις πορτοκαλιές και βρίσκω εκεί την κούνια της γιαγιάς μου να μας περιμένει. Δάκρυσα για όλους όσους χάθηκαν τότε, δάκρυσα για όσους έφυγαν από τη ζωή χωρίς να δουν τον τόπο τους ελεύθερο, δάκρυσα που πλέον κανείς δεν δακρύζει.
Σκέφτηκα ότι τίποτα δεν τέλειωσε και ότι μπορώ ακόμα να πάω πίσω. Σκέφτηκα ότι κι αν δεν πήγε ο παππούς μου θα πάω εγώ γι’ αυτον κι όταν το δει από ψηλά θα είναι πλέον ήρεμος και περήφανος που τα κατάφερα. Σκέφτηκα όμως κι άλλα. Σκέφτηκα ότι θα είναι δύσκολο και ότι τίποτα δεν θα είναι όπως το άφησαν τότε. Σκέφτηκα ότι φοβάμαι και τι θα γίνει μετά; Σκέφτηκα ότι δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω. Σκέφτηκα πολλά… Ξέρεις όμως κάτι; Όλα αυτά δεν είναι σημαντικά και σίγουρα δεν πρέπει ο φόβος για το άγνωστο να μας αποτρέπει από το να κάνουμε το σωστό. Και το σωστό στην περίπτωσή μας είναι να δικαιωθούν όλοι όσοι αδικήθηκαν. Το σωστό είναι να τους δικαιώσουμε εμείς. Γιατί πλέον μόνο εμείς μπορούμε… κι ας μην ξέρουμε ακριβώς τον τρόπο.
ΕΜΕΙΣ. Όχι εγώ. Φτάνει να το θέλουμε και να ξέρουμε για ποιόν μαχόμαστε… Εγώ θέλω να παλέψουμε για τον παππού μου. Εσύ για ποιον θέλεις να παλέψουμε αδερφέ;
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης