Η αποτυχία της διαχείρισης των ροών αυτών από τις εκάστοτε κυβερνήσεις της Κ.Δ είναι εμφανής, αναλογιζομένων των τελευταίων δεδομένων και των επεισοδίων που έλαβαν χώρα την τελευταία εβδομάδα στο νησί. Γίναμε μάρτυρες των αποτελεσμάτων της λανθάνουσας αυτής μεταχείρισης, όταν στη Χλώρακα παρουσιάστηκαν συγκρούσεις, βανδαλισμοί και βιαιότητες, μεταξύ των οποίων και η απαγωγή ενός 18χρονου εθνοφρουρού.
Συγκεκριμένα, στις 27 Αυγούστου, στη Χλώρακα πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας από Έλληνες Κύπριους κατοίκους για τη γκετοποίηση της περιοχής ένεκα της συνεχόμενης εισροής λαθρομεταναστών. Σε κάποια στιγμή έκαναν την εμφάνισή τους αλλοδαποί, έχοντας στην κατοχή τους ρόπαλα και μαχαίρια. Σε βίντεο που αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται η αστυνομία να προσπαθεί να μαζέψει τη μανιασμένη οχλαγωγία.
Επίσης, κατά τα επεισόδια, προέκυψε υπόθεση καταγγελίας απαγωγής και ξυλοδαρμού ενός 18χρονου στρατιώτη, ο οποίος περπατούσε μόνος του στην περιοχή. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, ο εθνοφρουρός απήχθη περίπου από δέκα Σύριους, οι οποίοι τον μετέφεραν σε απόμερη παραλία, τον ξυλοκόπησαν και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν, όπως αναφέρει σχετική ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι δράστες βιντεοσκοπούσαν το περιστατικό, ενώ ο 18χρονος εκλιπαρούσε να σταματήσουν. Η Αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη 22χρονου άντρα το βράδυ της Τετάρτης 30/08, για τα αδικήματα παράνομης κατοχής κυνηγετικού πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών (κυνηγετικών φυσιγγίων) και για πρόκληση και διέγερση βιαιοπραγίας, αναφορικά με την υπόθεση ανάρτησης σχετικών φωτογραφιών σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Υπήρξε, στο μεταξύ, μαρτυρία εναντίον του 22χρονου, σχετικά με τα πιο πάνω αδικήματα. Επίσης, στις 31/08 η Αστυνομία, στο πλαίσιο διερεύνησης των αδικημάτων, προχώρησε σε ακόμα μια σύλληψη ενός 27χρονου άντρα. Ο εθνοφρουρός δεν προτίθεται, τουλάχιστον επί του παρόντος, να δώσει συνέχεια στην υπόθεση.
Ακολούθησαν συγκρούσεις και στη Λεμεσό, οι οποίες οδήγησαν σε αριθμό συλλήψεων. Eίναι ξεκάθαρο πως για τις αντιδράσεις, και από τα δύο μέτωπα, ευθύνεται μόνο η πολιτική της Κ.Δ προς το ζήτημα. Πριν τις συγκρούσεις οι εμπλεκόμενοι βρέθηκαν σε καταστάσεις οικονομικής εξαθλίωσης, υποβιβασμού της ασφάλειας και του βιοτικού επιπέδου, οι οποίες οδηγούν, σχεδόν πάντα, στον όλεθρο. Ο «πόλεμος» δεν θα σταματήσει, ενόσω δεν διαφοροποιούνται τα δεδομένα.
Είναι ανήκουστο να αλλοιώνονται ο χαρακτήρας και το επίπεδο ασφάλειας των αποδεχόμενων χωρών, τη στιγμή που αυτές αποδέχονται τα άτομα αυτά, συχνά χωρίς καν να τις δικαιούνται, κάτι που επίσης, αποτελεί τεράστιο λάθος. Είναι γεγονός ότι δίνεται από τις κρατικές αρχές πολιτικό άσυλο σε ανθρώπους που δεν νομιμοποιούνται να το αποκτήσουν, εφόσον δεν είναι πρόσφυγες, δηλαδή δεν προέρχονται από εμπόλεμη ζώνη ή από κράτη υπό πλήρη διάλυση μεταξύ άλλων κριτηρίων. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις τα άτομα αυτά έχουν επαναπροωθηθεί από άλλα κράτη στα οποία κατέφυγαν εξ αρχής, χάνοντας τον «τίτλο» του πρόσφυγα στο κράτος στο οποίο φτάνουν εν τέλει. Σημαντικό ρόλο έχουν, βέβαια, οι διακινητές που διαχειρίζονται τις μεταφορές αυτές, βάζοντας σε πολλές περιπτώσεις σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων αυτών, ενώ συχνά εξυπηρετώντας συμφέροντα και εκτελώντας διαταγές από «τρίτες κυβερνήσεις» προχωρούν στη φυγάδευση εγκληματιών ανάμεσα σε πρόσφυγες και λαθρομετανάστες, βάσει πολυάριθμων στοιχείων και μαρτυριών.
Οι προαναφερθείσες «τρίτες κυβερνήσεις» αφορούν, φυσικά, κατά κύριο λόγο την Τουρκία. Το όλο σκηνικό εντάσσεται στις μελετημένες προσπάθειες δημογραφικής αλλοίωσης και υποβιβασμού της οικονομίας και της ασφάλειας των χωρών που δέχονται τους λαθρομετανάστες, κυρίως για τις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Οι παράνομοι μετανάστες χρησιμοποιούνται από την Τουρκία ως θύματα εκμετάλλευσης των πολιτικών τους συμφερόντων, με σκοπό τον αφελληνισμό των περιοχών στις οποίες φτάνουν. Η αξιοποίηση των κατεχομένων στο όλο σχέδιο είναι γεγονός, ως τόπο άφιξης των λαθραίων μεταναστών πριν το πέρασμά τους από την πράσινη γραμμή στις ελεύθερες περιοχές. Σοβαρή είναι και η αναπόφευκτη αύξηση του αριθμού των μουσουλμάνων στην ελεύθερη Κύπρο, οι οποίοι σε περίπτωση εφαρμογής της προδοτικής Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, θα εντάσσονται στον πληθυσμό της λεγόμενης «τ/κης κοινότητας», κερδίζοντας κύρος για το τουρκικό στοιχείο στο νησί. Από μια απλή μειονότητα, θα αποτελούν σημαντικό μέρος του ποσοστού του συνολικού πληθυσμού του τόπου.
Η μικρή ημικατεχόμενη Κύπρος μπορεί τουλάχιστον να διαχειριστεί την εγχώρια κατάσταση, για να αποφευχθούν τα χείριστα. Το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τη ρίζα του με την εφαρμογή μιας νόμιμης πολιτικής πρόληψης, ούτως ώστε να μην φτάνουμε σε σημεία υποβιβασμού της ασφάλειας των κατοίκων του νησιού μας και της οικονομίας του κράτους και σε σημεία αλλοίωσης του δημογραφικού χαρακτήρα και των ελληνοχριστιανικών χαρακτηριστικών του τόπου μας. Αντίστοιχα, θα έπρεπε να κινηθεί και κάθε κράτος που δέχεται παράνομες μεταναστευτικές ροές.
Η πιο πάνω απαίτηση προϋποθέτει πρωτίστως την πραγμάτωση εμπεριστατωμένων μελετών που θα υποδεικνύουν τον αριθμό των μεταναστών που μπορεί να αντέξει η οικονομία του κράτους και την αυστηρή εξέταση των εγγράφων, των ποινικών μητρώων και των αιτήσεων ασύλου. Για όσους απορρίπτονται, θα πρέπει οι κρατικές αρχές να φροντίζουν για την επαναπροώθηση και αποδοχή των λαθραίων μεταναστών από τις χώρες απ’ όπου προέρχονται. Έπειτα, χρειάζεται όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε να δέχονται ισάξιο των αντοχών τους αριθμό μεταναστών, σταματώντας την άδικη επιβάρυνση ορισμένων μόνο μελών. Επιπλέον, απαιτείται επαρκής προετοιμασία για την άφιξη και παραμονή όσων νομιμοποιούνται να παραμείνουν, ώστε να μην προκύπτει η γκετοποίηση και επιβάρυνση μεμονωμένων περιοχών, οδηγώντας αναπόφευκτα σε συγκρούσεις με τους κατοίκους τους. Επίσης, εξυπακούεται η απαίτηση επίδειξης σεβασμού από τους ξένους προς στον νέο τόπο στον οποίο καταφεύγουν, προς τους πολίτες του, το περιβάλλον, τις συνήθειες, τα έθιμα, τις νομοθεσίες και γενικότερα στα δεδομένα, αλλά και ο αντίστροφος σεβασμός προς κάθε άνθρωπο, ο οποίος όμως θα πρέπει πρώτα να τον κερδίσει με τη στάση του. Στο πλαίσιο αυτό, η αστυνομία πρέπει να επεμβαίνει άμεσα και με σοβαρότητα όποτε χρειάζεται. Τέλος, οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών τους, οφείλουν να προστατεύουν πρώτα τους νόμιμους πολίτες τους και να απαιτούν πάντα τη δικαιοσύνη, διεκδικώντας τα αυτονόητα για κάθε πολιτεία και ανθρώπινη ζωή.
Πολλά από τα παραπάνω μέτρα μπορούν να εφαρμοστούν και στην παρούσα φάση, με μεγαλύτερη φυσικά δυσκολία, αλλά με θετικό αντίκτυπο, οδεύοντας προς την επαναφορά της ισορροπίας. Είναι ανεπίτρεπτο εν έτη 2023 να συμβαίνουν ακόμα τέτοιου είδους σχεδιασμένες βαρβαρότητες και να μένουμε άπραγοι στις εξελίξεις, βοηθώντας στη διόγκωση των συγκρούσεων.
Ως Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης, ξεκαθαρίζουμε ότι η κινητοποίηση των κυβερνώντων και των κρατικών θεσμών αποτελεί, στο σημείο αυτό, επιτακτική ανάγκη. Εκφράζουμε την ανησυχία μας σε περίπτωση συνέχισης των προβλημάτων και για το πώς αυτά αντανακλούν στην κοινωνία. Παράλληλα, καταδικάζουμε κάθε περιστατικό βίας και βανδαλισμού, που αποτελεί όμως ένα ακόμα αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της κυβέρνησης για διαχείριση του μεταναστευτικού που άπτεται της εθνικής ασφάλειας. Οποιαδήποτε μεμονωμένα περιστατικά βίας δεν μπορούν να αλλάξουν τη φύση του εν λόγω ζητήματος προς εξυπηρέτηση κομματικών και άλλων συμφερόντων. Τέλος, δεν μπορούμε να αγνοούμε τα τουρκικά σχέδια και την όλη αλήθεια για τις προσπάθειες αφελληνισμού του τόπου μας και να επικεντρωνόμαστε στα εκ του αποτελέσματος δεδομένα αντί της ουσίας, δηλαδή στην απειλή της εθνικής μας ασφάλειας.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης