Η επίθεση που σημειώθηκε στα μέσα Νοεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη, έχει χρησιμοποιηθεί ως προβοκάτσια από την τουρκική κυβέρνηση εις βάρος των Κούρδων. Από την πρώτη στιγμή, η τουρκική κυβέρνηση έσπευσε να εκδώσει πόρισμα και να αποδώσει την ευθύνη στο Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Μάλιστα, μέσα σε ύποπτα ελάχιστο χρόνο συνελήφθη μια γυναίκα, για την οποία οι τουρκικές αρχές μετέδωσαν ότι είχε εκπαιδευτεί στο Κομπανί της Συρίας, επικαλούμενοι οπτικοακουστικό υλικό για την ενοχή της. Η κουρδική οργάνωση αρνήθηκε κάθε ανάμειξη, αναφέροντας χαρακτηριστικά, «εμείς δεν σκοτώνουμε αθώους».
Ταυτόχρονα, η Άγκυρα έσπευσε να εμπλέξει την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες της Δύσης, ενισχύοντας το προεκλογικό αφήγημα του Τούρκου Προέδρου, περί «περικύκλωσης» και «εθνικών απειλών». Κατηγόρησε, επιπλέον, την Ελλάδα πως δίνει καταφύγιο σε τρομοκράτες, διότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών της Τουρκίας, Σουλεϊμάν Σοϊλού, το πρωί της Δευτέρας, εάν η γυναίκα που κατηγορείται ως δράστιδα της έκρηξης, δεν είχε συλληφθεί, θα είχε διαφύγει λαθραία στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται ότι το Σάββατο, 12 Νοεμβρίου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε εξαπολύσει επίθεση κατά της Ελλάδας, κατηγορώντας την για υπόθαλψη τρομοκρατικών οργανώσεων, ισχυριζόμενος ξανά ότι στον καταυλισμό του Λαυρίου στρατολογούνται και εκπαιδεύονται μέλη του PKK, τα οποία στη συνέχεια επιστρέφουν στην Τουρκία για την οργάνωση και πραγματοποίηση «τρομοκρατικών ενεργειών».
Επίσης, κατηγορήθηκαν οι ΗΠΑ, στις οποίες αποδόθηκαν ουσιαστικές ευθύνες για την επίθεση, ενώ ο Σοϊλού, σε μια πρωτοφανή κίνηση, αρνήθηκε να δεχτεί τα συλλυπητήρια της αμερικανικής πρεσβείας. Πιο συγκεκριμένα, είπε ότι «Τροφοδοτούν τις περιοχές των τρομοκρατών στο Κομπάνι, έχοντας τη νοοτροπία να διαταράξουν την ηρεμία της Τουρκίας και στέλνοντας χρήματα από τη Γερουσία τους».
Ωστόσο, η Αθήνα χαρακτήρισε ανυπόστατες και παράλογες τις κατηγορίες που εξαπέλυσε η Τουρκία. Παράλληλα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέφρασε την απογοήτευσή του και απέρριψε τις κατηγορίες που εξαπέλυσε ο Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας εναντίον των ΗΠΑ, για τη βομβιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, χαρακτηρίζοντάς τις «ανεύθυνες».
Βέβαια, ο Τούρκος Πρόεδρος βρήκε χρυσή ευκαιρία εκμεταλλευόμενος την επίθεση, προκειμένου να χτίσει την προεκλογική του εκστρατεία γύρω από το θέμα της ασφάλειας, να αξιοποιήσει το χτύπημα για μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και να στρέψει, παράλληλα, την κοινή γνώμη μακριά από τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και το μείζον ζήτημα του υψηλού πληθωρισμού, που ταλανίζει εδώ και καιρό τον τουρκικό λαό.
Επίσης, προσπαθεί να εξασφαλίσει ψηφοφόρους, ενόψει των προεδρικών εκλογών που θα διεξαχθούν το 2023, παρουσιάζοντας τον εαυτό του, ως τον μόνο που μπορεί να προστατεύσει τη χώρα. Επιπλέον, ανοίγει τον δρόμο για να επιβάλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τις πολιτικές και τις κοινωνικές ελευθερίες. Σε ένα ακόμη σενάριο, θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμα και σε αναβολή της εκλογικής αναμέτρησης, με τη δικαιολογία πως η χώρα δέχεται επίθεση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το χτύπημα στην Κωνσταντινούπολη επέτρεψε στον Τούρκο Πρόεδρο να συσπειρώσει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στην καταδίκη της δολοφονικής ενέργειας και να αποσπάσει τα συλλυπητήρια όλου του κόσμου, παρουσιάζοντας τη χώρα του ως θύμα της τρομοκρατίας, κάτι που προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει στην G20 της Ινδονησίας, αλλά και σε σχέση με το ΝΑΤΟ, ζητώντας ανταλλάγματα για την ένταξη Σουηδίας-Φινλανδίας.
Επρόκειτο, όμως, πράγματι για «τρομοκρατική επίθεση»; Σύμφωνα με τον Τούρκο δημοσιογράφο αναλυτή, Μεχμέτ Ουμέρ, η επίθεση μπορεί να ενορχηστρώθηκε από το τουρκικό κράτος. Συγκεκριμένα, σε συνέντευξή του, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι: «Δεν έχει υπάρξει επίθεση τέτοιας κλίμακας από το 2015, ενώ δεν λείπουν οι αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι αυτό που έγινε μπορεί να έχει ενορχηστρωθεί από το κράτος, για να προκαλέσει φόβο. Πριν από τις εκλογές, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας. Θα ήταν εικασία να εκφράσουμε άποψη σχετικά με το ποιος ήταν πίσω από την επίθεση». Υπογράμμισε δε, ότι «ένας συνασπισμός έξι κομμάτων αντιστέκεται στον Ερντογάν και είναι έτοιμος να δώσει μια μάχη ζωής και θανάτου, και αυτό τον ανησυχεί. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα αυτός ο συνασπισμός προηγείται και μάλιστα με διαφορά δέκα μονάδων».
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Ουζάι Μπουλούτ, Τουρκάλα δημοσιογράφο και ερευνητική ακόλουθο στο «Φίλος Πρότζεκτ», η τουρκική κυβέρνηση παρουσίασε, μέσω των κρατικών και φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, ένα συγκεκριμένο αφήγημα, το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση των τουρκικών στοχεύσεων. Η κυβέρνηση επέβαλε απαγορεύσεις στα ΜΜΕ να αναφέρονται στο περιστατικό, φίμωσε τα αντιπολιτευόμενα μέσα, περιόρισε την πρόσβαση του κοινού στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και δημιούργησε το δικό της αφήγημα για το κοινό.
Επιπλέον, συμπλήρωσε, ότι «παρόμοιες βομβιστικές επιθέσεις σημειώθηκαν πριν από τις εκλογές το 2015, στις οποίες οι δράστες των επιθέσεων δεν ήταν Κούρδοι». Και τόνισε ότι «καθώς πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές του 2023, πολλοί υποστηρικτές της αντιπολίτευσης έχουν αμφισβητήσει το αφήγημα της κυβέρνησης σχετικά με την έκρηξη».
Πρόσθεσε ακόμη ότι, οι «Τουρκικές Αρχές υποστήριξαν, επίσης, ότι η επίθεση συνδέεται με το Κομπανί, που ελέγχεται επί του παρόντος από το κουρδικό YPG (ένοπλη Πολιτοφυλακή των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία) και τη συριακή κυβέρνηση. Έτσι, αυτή η επίθεση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Άγκυρα, για να συνεχίσει την υποστήριξή της στις συριακές τζιχαντιστικές ομάδες και να στοχεύσει Κούρδους, ως φερόμενους δράστες».
Υπογράμμισε ότι «η Τουρκία έχει “ατζέντα 2023” για την 100η επέτειο από την ίδρυσή της και ως εκ τούτου, ένας από τους πιθανούς στόχους της για τον εορτασμό αυτής θα μπορούσε να είναι η κατάληψη ή η προσάρτηση περισσότερων εδαφών, στην περιοχή».
Μόλις μια εβδομάδα μετά, στις 20 Νοεμβρίου, η Άγκυρα ανακοίνωσε την έναρξη της αεροπορικής επιχείρησης «γαμψό ξίφος» στο βόρειο Ιράκ και τη Συρία, με τη δικαιολογία πως οι περιοχές αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως βάσεις από Κούρδους «τρομοκράτες». Τουλάχιστον 35 άνθρωποι, οι περισσότεροι Kούρδοι μαχητές και Σύροι στρατιώτες, έχασαν τη ζωή τους από τα πλήγματα στις επαρχίες της Ράκα και της Χασακέ, καθώς και του Χαλεπιού. Στο Ιράκ στόχος ήταν περιφέρειες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων των Κούρδων της Συρίας και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), ενώ στη Συρία, μεθοριακές ζώνες που ελέγχονται από την πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας, τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (YPG), κυρίως τις πόλεις Κομπάνι και Αλ-Μαλικίγια.
Εδώ και καιρό, ο τουρκικός στρατός ζητούσε αφορμή για να εισβάλει εκ νέου σε περιοχές της Συρίας. Από τον περασμένο Μάιο απειλούσε να εξαπολύσει νέα επίθεση ευρείας κλίμακας εναντίον των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, τις οποίες χαρακτηρίζει «τρομοκρατική» οργάνωση. Έχοντας ήδη εγκαταστήσει εκεί στρατιωτικές βάσεις και έχοντας πραγματοποιήσει τουλάχιστον άλλες τρεις εκστρατείες, η Τουρκία αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύεται την αδιαφορία της Ρωσίας αλλά και των ΗΠΑ για να κατατροπώσει το κουρδικό στοιχείο.
Είναι φανερό, πως η Τουρκία προετοιμαζόταν από καιρό για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας επιδρομής στη Συρία και η επίθεση στην Κωνσταντινούπολη ήταν παρά μόνο το πρόσχημα για την αρχή, όπως ακριβώς έγινε και στο πονεμένο μας νησί πριν 48 χρόνια. Το χτύπημα στην Κωνσταντινούπολη εργαλειοποιείται από τον Ερντογάν και στο πλαίσιο της ενίσχυσης του τεταμένου κλίματος με την Ελλάδα, εφόσον εμπλέκει στην υπόθεση και τον άλλο «εθνικό εχθρό», ενώ αμαυρώνει την εικόνα της Ελλάδας.
Οι Τούρκοι επιδιώκουν να επιβάλουν την κυριαρχία τους εις βάρος άλλων λαών, καταπατώντας τα δικαιώματά τους. Η τελευταία επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, από όπου και να προέκυψε, θα σταθεί ως αφορμή για τον Τούρκο Πρόεδρο, για επέκταση των διεκδικήσεών του και την επίδειξη δύναμης. Προσπαθώντας να αναδείξει την τουρκική ισχύ σε παγκόσμιο επίπεδο, επικαλείται τις δήθεν «τρομοκρατικές» ενέργειες των εχθρών του, ενώ η πραγματικά τρομοκρατική δύναμη είναι η ίδια η Τουρκία. Βρισκόμαστε δίπλα σε κάθε λαό που είναι θύμα της τουρκικής βαρβαρότητας και επεκτατικής πολιτικής.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης