Φέτος, μετράμε 571 χρόνια από την πτώση της Βασιλεύουσας, από το τέλος της ενδοξότερης και μακροβιότερης Αυτοκρατορίας. Ελάχιστοι γνωρίζουν τα πραγματικά γεγονότα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, αντί για θρύλους και φήμες που κατάφεραν να χαραχθούν στην ιστορία.
Είναι γεγονός ότι έγιναν πάρα πολλές προσπάθειες για την κατάκτηση της Πόλης από Σταυροφόρους, Τούρκους και άλλους εχθρικούς λαούς καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα για προφανείς λόγους. Η πρωτεύουσα ήταν ζηλευτό κέντρο πολιτισμού και άπιαστης μεγαλοπρέπειας, ενώ η στρατηγική της θέση και η ιστορία της έδιναν κύρος στο Βυζάντιο. Έτσι, η κατάκτησή της θα σήμαινε την απόκτηση ενός πανίσχυρου κέντρου για το βασίλειο κάθε πιθανού κατακτητή.
Αίτια Πτώσης:
- Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ κληρονομεί μια διαλυμένη Αυτοκρατορία, ενώ ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής ανέρχεται στην εξουσία σε εποχή ακμής για τους Οθωμανούς, έχοντας έτοιμο εκπαιδευμένο στρατό με μεγάλο αριθμό αντρών. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι η Άλωση σχεδιάστηκε από τους Οθωμανούς ενάμιση αιώνα πριν το 1453, όπως και από τα λάθη της οικογένειας των Παλαιολόγων που ξεκίνησαν να απειλούν την τύχη του Βυζαντίου αιώνες πριν. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας, αν και ικανότατος, πλήρωσε τα αμαρτήματα των προγόνων του.
- Στη μακροχρόνια ιστορία, των σχεδόν δώδεκα αιώνων ζωής της Πόλης, υπήρξαν, ως είθισται, εποχές ακμής και παρακμής. Ήταν επόμενο, συνεπώς, να συρρικνώνονται και να αυξάνονται τα εδάφη της συνεχώς. Στα τελευταία 450 χρόνια ζωής της Αυτοκρατορίας χάθηκε σημαντικό ποσοστό των εδαφών της, με αποτέλεσμα η λέξη «Αυτοκρατορία» να χρησιμοποιείται πλέον τυπικά για να τη χαρακτηρίσει λίγο πριν την άλωση. Ιδίως μετά την κατάκτηση της συμβασιλευούσης Θεσσαλονίκης, το 1430 από τους Οθωμανούς, η Αυτοκρατορία παρέμεινε με τα εξής εδάφη: Κωνσταντινούπολη και μερικά προάστιά της, μικρός αριθμός νησιών του Αιγαίου και ένα μέρος της Πελοποννήσου. Συνεπάγεται, λοιπόν, συρρίκνωση της καλλιεργήσιμης γης, οπότε και περιορισμός του εμπορίου και της τροφοδοσίας των ίδιων των πολιτών αλλά και μείωση του πληθυσμού, άρα του ανθρωπίνου δυναμικού.
- Ο σουλτάνος Μωάμεθ προετοιμάστηκε με τον βέλτιστο τρόπο για την επιχείρηση, μελετώντας μερόνυχτα τα σχέδια ως την τελευταία στιγμή. Έκτισε, επίσης, το φρούριο Ρούμελι Χισάρ στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, για να υπερνικήσει το πλεονέκτημα του βέλτιστου, μέχρι τότε, ελέγχου των στενών από τους Βυζαντινούς και λίγο πριν τον Απρίλιο του 1453, φρόντισε να καταστραφούν οι σοδιές τους, αποκλείοντας τη συλλογή προμηθειών.
- Εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρχαν πολλές διαμάχες ανάμεσα σε διάφορες ομάδες του λαού. Υπήρχε θρησκευτικός διχασμός μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών Ρωμιών και διαμάχες ανάμεσα σε Ρωμιούς και Λατίνους, αλλά και μεταξύ δυτικών φύλων, που έφτασαν στην Πόλη για αμυντικούς λόγους εν όψει της πτώσης.
- Υπήρχε στρατιωτική παρακμή λόγω του μικρού αριθμού μαχίμων και λόγω του ότι οι πλείστοι ξένοι που βρίσκονταν για αυτόν τον σκοπό στην Πόλη, πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους, ενώ καταλάμβαναν μεγάλο ποσοστό της αμυντικής δύναμης.
- Οι περισσότεροι άρχοντες αρνούνταν να συνεισφέρουν στην απάλειψη των ελλείψεων της πολιτείας και του στρατού.
Οι ενέργειες του Κωνσταντίνου για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής μόλις ανέβηκε στην εξουσία:
- Ο Αυτοκράτορας έστειλε σε περιοδεία στην Ευρώπη τον Φραντζή με σκοπό να προσεγγίσει συμμάχους. Το αποτέλεσμα ήταν να εξευτελιστεί στα μάτια των Λατίνων, δεχόμενος τον οίκτο τους.
- Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του για επισύναψη συμμαχιών, έστειλε τον Γεώργιο Φραντζή σε διάφορα βασίλεια με ισχυρό στρατό, ψάχνοντας νύμφη βασιλικής καταγωγής για τον Αυτοκράτορα, ώστε με έναν γάμο να εξασφάλιζε αμυντική βοήθεια σε περίπτωση ανάγκης. Το όλο εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι το Βυζάντιο βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, αλλά, εν τέλει, αρραβωνιάστηκε τη Γεωργία των Ιβύρων.
- Αποφάσισε την ένωση των εκκλησιών, της Καθολικής και της Ορθόδοξης, ώστε να προσεγγίσει τη Δύση. Έτσι, στις 12 Δεκεμβρίου 1452, προχώρησε στη σύγκληση του συλλείτουργου, μιας ενωτικής λειτουργίας που διεξάχθηκε στον ναό της Αγίας Σοφίας. Η Αγία Σοφία θεωρήθηκε μολυσμένη λόγω της συλλειτουργίας στην οποία, μάλιστα, μνημονεύτηκε το όνομα του Πάπα για πρώτη φορά και όσοι παρευρέθηκαν χαρακτηρίστηκαν αιρετικοί. Οι ανθενωτικοί αντέδρασαν, με επικεφαλής τον μοναχό Γεννάδιο Σχολάριο, που προέβλεψε την άλωση.
- Επιδιορθώσεις τειχών
- Προετοιμασία μαχίμων
- Αποθήκευση προμηθειών
Μετέπειτα, όταν πληροφορήθηκε για την επικείμενη επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Κωνσταντίνος διέταξε την απογραφή του έμψυχου δυναμικού. Αντιλήφθηκε αμέσως την υπερβολικά μεγάλη διαφορά απέναντι στους Οθωμανούς και γι’ αυτό δεν επέτρεψε να ανακοινωθούν ποτέ οι αριθμοί, ώστε να κρατήσει ψηλά το ηθικό των Βυζαντινών. Στα τέλη Μαρτίου του 1453, οι Ρωμιοί ήταν γύρω στους 5.000, συμπεριλαμβανομένων των μοναχών της Πόλης και οι ξένοι στρατιώτες ήταν περίπου 2.000 άτομα. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι Τούρκοι μετρούσαν 320 πλοία, 18 τριήρεις, 48 διήρεις και τα υπόλοιπα ήταν μεγάλα πλοία μεταφοράς. Οι πεζοί και οι τοξότες χαρακτηρίζονται «αμέτρητοι» στις πηγές. Υπολογίζεται ότι έφταναν περίπου τις 300.000 και σύμφωνα με την καταμέτρηση του Σουλτάνου τη 10η Απριλίου, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η πολιορκία, ήταν 258.000.
Άξια αναφοράς είναι ότι το οθωμανικό στρατόπεδο μετρούσε 18 αρχηγούς της άμυνας εκ των οποίων οι 8 ήταν Βυζαντινοί και ότι στρατολογήθηκαν στον οθωμανικό στρατό χιλιάδες Χριστιανοί διαφόρων ιδιοτήτων. Ανάμεσά τους ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός, που δημιούργησε για τον Μωάμεθ ένα κανόνι τεράστιων διαστάσεων, τη ξακουστή μπομπάρδα. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να στρατολογήσει με το μέρος του τον Ουρβανό δίνοντάς του ένα αξιόλογο ποσό. Απ’ ότι φάνηκε μετέπειτα, το ποσό δεν ήταν αρκετό για τον ίδιο, εφόσον απευθύνθηκε στον Σουλτάνο που του πρόσφερε πολλά περισσότερα, μιας και τα αδιαπέραστα τείχη αποτελούσαν μεγάλη ανησυχία του. Η μπομπάρδα είχε μήκος 9 μέτρα και οι οβίδες της δημιουργούσαν λάκκους 200 μέτρων στο σημείο όπου έπεφταν.
Πολιορκία – Γεγονότα:
Η πολιορκία ξεκίνησε στις 2 Απριλίου, όταν τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα φάνηκαν έξω από την Πόλη και κράτησε 57 ημέρες και αυτό, δεδομένων των πιο πάνω στοιχείων που φανερώνουν την απελπιστική κατάσταση που επικρατούσε, ήταν μεγάλο κατόρθωμα. Το γεγονός ότι κρατήθηκε τόσες μέρες η αντίσταση, οφείλεται περισσότερο στα αξιοθαύμαστα τείχη της Βασιλεύουσας. Η φυσική και η τεχνητή οχύρωση της Πόλης ήταν τόσο σπουδαίες λόγω: 1. Της γεωγραφικής θέσης της Κωνσταντινούπολης, που εξασφάλιζε τον πλήρη έλεγχο των στενών του Βοσπόρου, 2. Των τειχών, θαλάσσιων μονών και χερσαίων διπλών, ύψους 8 και 13 μέτρων, ενώ καταλάμβαναν απόσταση 4 μιλίων και σχημάτιζαν 3 γραμμές άμυνας. Το πιο ευάλωτο σημείο τους ήταν αυτό που έβλεπε προς την κοιλάδα του Λύκου, στο οποίο υπήρχε πιο ισχυρή φρούρηση από τον στρατηγό Ιουστινιάνι από τη Γένοβα και τα στρατεύματά του που συνδέθηκαν με τον Αυτοκράτορα. Εκεί βρισκόταν το αρχηγείο, κοντά στην Πύλη του Ρωμανού, στην πιο επικίνδυνη περιοχή, απέναντι από τον Σουλτάνο και τη μεγάλη μπομπάρδα.
Στις 2 Απριλίου λοιπόν, έγιναν ορατά τα πρώτα εχθρικά στρατεύματα και τότε καταστράφηκαν οι γέφυρες της τάφρου, έκλεισαν όλες οι πύλες, τοποθετήθηκε στον Κεράτιο κόλπο η Αλυσίδα που έκλεινε την είσοδό του και μαζί με αυτήν παρατάχθηκαν βυζαντινά πλοία ακριβώς από πίσω της. Η Αλυσίδα χρησιμοποιείτο για τη θαλάσσια οχύρωση της πόλης σε περιόδους κινδύνου από τον 8ο αιώνα, όταν δημιουργήθηκε κατά παραγγελία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου.
Στις 5 Απριλίου, οι Οθωμανοί, έχοντας περικυκλώσει την Πόλη σε στεριά και θάλασσα, ζήτησαν από τους Βυζαντινούς την ειρηνική παράδοση της Πόλης με αντάλλαγμα τον σεβασμό της ζωής των κατοίκων και τη διασφάλιση των περιουσιών τους. Οι Βυζαντινοί δεν παραδόθηκαν, ως Ρωμιοί. Στις 6 ή στις 9 Απριλίου 1453 ξεκίνησαν οι κανονιοβολισμοί των τειχών και στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε σκηνή απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία. Η μπομπάρδα έριχνε 7 φορές τη μέρα στην Πύλη του Ρωμανού προκαλώντας τεράστιες ζημιές. Σημειώνεται πως ο Μωάμεθ συμβουλεύτηκε να βομβαρδίζει συνεχώς το ίδιο σημείο των αδιαπέραστων τειχών, γιατί μόνο έτσι θα κατάφερνε να τα περάσει, επομένως επέλεξε την Πύλη του Αγίου Ρωμανού για τους προαναφερθέντες λόγους. Περίπου 4000 σφαίρες έριξαν συνολικά οι Τούρκοι, και ασταμάτητα οι Κωνσταντινουπολίτες προσπαθούσαν να τα επισκευάσουν.
Οι φήμες για βοήθεια από τη δύση διαδίδονταν, χωρίς όμως να ισχύουν, αφού, εν τέλει, δεν στάλθηκε ποτέ στρατός από τον Πάπα και οι δυτικοί που συμμετείχαν στην υπεράσπιση της πόλης, αποτελούσαν μισθοφορικά ιδιωτικά σώματα. Η εξωτερική ενίσχυση που δέχτηκε ο Αυτοκράτορας προήλθε από τον Έλληνα καρδινάλιο Ισίδωρο που με 200 τοξότες κατάφερε να φτάσει στην Πόλη. Επίσης, από τον Γενουάτη στρατηγό Ιουστινιάνι, που αναφέρθηκε προηγουμένως, ο οποίος, παρόλο που ήταν επικεφαλής μισθοφορικού σώματος, μεταβιβάστηκε στην Κωνσταντινούπολη οικειοθελώς και πολέμησε αμισθί, χωρίς καν να του ζητηθεί βοήθεια. Ανέλαβε με άδεια του Κωνσταντίνου καθήκοντα επικεφαλής αμυνομένων. Επίσης, στις 21 Απριλίου, 19 μέρες μετά την έναρξη των μαχών, 3 γενουάτικα πλοία με αρχηγό τον Φλαντανελά και έναν Βυζαντινό, έσπασαν τον ναυτικό αποκλεισμό, συγκρούστηκαν με τα 300 τουρκικά πλοία και νίκησαν, φέρνοντας εφόδια και στρατιώτες. Η νίκη αποδόθηκε στο ότι ο άνεμος άλλαξε κατά έναν παράξενο τρόπο απωθώντας τα τουρκικά πλοία και θεωρήθηκε θαύμα.
Επιπλέον, μετά τις πολλοστές προσπάθειες για το σπάσιμο της περίφημης Αλυσίδας, ο Σουλτάνος αποφάσισε να μεταφέρει 72 πλοία στον κόλπο μέσω της στεριάς πίσω από τον Γαλατά, δημιουργώντας ξύλινους διαδρόμους από σανίδες και με κάρα με τροχούς, τα οποία πασάλειψε με λίπη, ώστε να φέρει τα πλοία του πίσω από τα βυζαντινά. Στις 22 Απριλίου έγινε η μεταφορά και οι Βυζαντινοί τότε αποφάσισαν να κάψουν τα εχθρικά πλοία. Το σχέδιο όμως διέρρευσε και συνεπώς απέτυχε, λόγω του ότι οι Βενετοί και οι Γενουάτες τσακώθηκαν για το ποιος θα αναλάβει την επιχείρηση.
Στα μέσα Μαΐου οι Τούρκοι έσκαψαν λαγούμια, τα οποία θα περνούσαν κάτω από τα τείχη, αλλά οι Βυζαντινοί τους απώθησαν. Ταυτόχρονα, και καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι πρώτοι προσπαθούσαν να γεμίσουν την τάφρο, αλλά τα βράδια οι Ρωμιοί και οι Λατίνοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, την άδειαζαν και έχτιζαν παράλληλα τα γκρεμισμένα σημεία των τειχών, ή μετέφεραν σάκους με άμμο για καινούργιο τείχος. Παράλληλα όμως, υπήρχε και το αντίθετο πνεύμα με τις εμφύλιες διαμάχες, με τους ανθενωτικούς έναντι στους Λατίνους και τον Αυτοκράτορα για δογματικούς λόγους, αλλά και μεταξύ των ίδιων των Δυτικών. Όταν εκκλησιαστικά κειμήλια και κοσμήματα των πολιτών συγκεντρώθηκαν για να τα λιώσουν για πληρωμή των μισθοφόρων, θεωρήθηκε μεγάλη αμαρτία και αναζωπυρώθηκαν οι αντιπαραθέσεις.
Στις 21 Μαΐου, έφτασε απεσταλμένος του Σουλτάνου στα τείχη και ζήτησε την παράδοση των Βυζαντινών, εγγυώμενος την ασφάλεια του πληθυσμού εάν εγκατέλειπαν. Οι άρχοντες και ο Αυτοκράτορας θα μπορούσαν, επίσης, να φύγουν με τα υπάρχοντά τους και θα αναγνωριζόταν, μάλιστα, η κυριαρχία του τελευταίου στην Πελοπόννησο. Απάντηση του Αυτοκράτορα ήταν ότι δεν του άνηκε η Πόλη για να τη δώσει στον Μωάμεθ, αλλά όλοι οι Κωνσταντινουπολίτες είχαν κοινή γνώμη: αποφάσισαν να πεθάνουν εκεί, στην Πόλη τους. Έτσι, αναγγέλθηκε η τελική επίθεση από τον Σουλτάνο με έπαθλο για τον στρατό, τριήμερη λεηλασία.
Στις 28 Μαΐου τελέστηκε λειτουργία και μια τελευταία λιτανεία. Ο Αυτοκράτορας κοινώνησε, ζήτησε συγχώρεση από τους στρατηγούς του και από τον λαό. Οι ελπίδες των Βυζαντινών στράφηκαν στην Παναγία και τη θαυματουργή της εικόνα, η οποία κατά τη λιτανεία, έπεσε κάτω και κανένας δεν μπορούσε να τη σηκώσει. Σε ομιλία του, την ίδια μέρα, κάλεσε αντίσταση και είπε ότι «αυτοί υπερτερούν αλλά εμείς στηριζόμαστε στον Θεό» και πως «Θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε».
Η τελική πτώση:
Τα χαράματα έγινε γενική επίθεση από τρεις πλευρές. Στις δύο πρώτες οι εχθροί αποκρούστηκαν, αλλά στην τρίτη, που έγινε στην Πύλη του Ρωμανού, πραγματοποιήθηκε σκληρή μάχη. Σε αυτή συμμετείχε πολύ μικρός αριθμός στρατιωτών, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν οι άντρες του Ιουστινιάνι και ο Παλαιολόγος. Για δύο ώρες οι Οθωμανοί επιτίθεντο με στρατεύματα δεύτερης διαλογής, με σκοπό να εξαντλήσουν τους αμυνόμενους, μέχρι που το κατάφεραν. Τότε έφτασε η ώρα των γενίτσαρων, του εκλεκτού στρατού.
Ο Γενουάτης Ιουστινιάνι τραυματίστηκε πριν να ξημερώσει και ζήτησε από τους άντρες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του στον Κεράτιο, αποχωρώντας οριστικά από τη μάχη, παρά τις εκκλήσεις του Αυτοκράτορα να παραμείνει. Η αποχώρησή του δεν θεωρήθηκε λιποταξία, εφόσον αποχώρησε μαχόμενος και το χτύπημά του αποδείχθηκε θανάσιμο. Έτσι, κατέρρευσε η άμυνα στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού και οι βάρβαροι εισήλθαν στην Πόλη.
Επομένως, καταρρίπτεται ο μύθος της Κερκόπορτας. Μια πυλίδα, δηλαδή μια μικρή πύλη από όπου μπαινόβγαιναν οι στρατιώτες, η ξακουστή «Κερκόπορτα», λέγεται ότι έμεινε ανοιχτή, με αποτέλεσμα να περάσουν περίπου 50 Τούρκοι με υψωμένα λάβαρα. Σε κανένα γραπτό, όμως, δεν εντοπίζεται η ονομασία αυτή, εκτός από μια αναφορά σε μια πυλίδα έξω από την οποία υπήρχε ένα στάδιο με το όνομα «Κέρκος», από τη λέξη κερκίδα, εξ ου και η ονομασία της «Κερκόπορτας», αν υπήρξε.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Κωνσταντίνος μαζί με τρεις πιστούς υπασπιστές του, βρίσκονταν ακόμα στη μάχη όταν άκουσε το «Η Πόλις Εάλω» και ξεκίνησε η λεηλασία. Βρέθηκε «κατάμονος», σύμφωνα με τα κείμενα, όταν περικυκλώθηκε και τότε λέγεται ότι αναφώνησε: «Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Πολέμησε με γενναιότητα και τιμή μέχρι που πληγώθηκε και τελικά έπεσε. Το νεκρό του σώμα δεν βρέθηκε ποτέ, αφήνοντας πίσω του τον μύθο του μαρμαρωμένου βασιλιά. Ο Μωάμεθ πρώτα απ’ όλα αναζήτησε τον νεκρό Κωνσταντίνο, φοβούμενος ότι δραπέτευσε και θα έφερνε παπικά στρατεύματα για να τον αντιμετωπίσουν. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πληροφορίες για το τι απέγινε η σορός του βασιλιά. Ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι βρέθηκε αποκεφαλισμένος, θάφτηκε το ακέφαλο σώμα του και το κεφάλι του στάλθηκε σε διάφορα άλλα βασίλεια για να δουν τη νίκη του Σουλτάνου. Άλλες πηγές λένε ότι βρέθηκε αρτιμελής και θάφτηκε κανονικά με βασιλικές τιμές. Ο Φραντζής, συγκεκριμένα, καταγράφει ότι βρέθηκε και αναγνωρίστηκε από δύο χρυσούς αετούς στις περικνημίδες του και ότι ο Μωάμεθ διέταξε να τον θάψουν με βασιλικές τιμές.
Κατά τη διάρκεια της τριήμερης λεηλασίας, έγιναν πολλές σφαγές, βιασμοί και διάφορες βαρβαρότητες. Όταν αντίκρισε τους δρόμους της Βασιλεύουσας, ο Σουλτάνος δήλωσε έκπληκτος από τις καταστροφές του στρατού του. Επιπλέον, όταν εισήλθε στην Αγία Σοφία, προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής. Οι Τούρκοι αντίκρισαν πολύ λιγότερα πτώματα απ’ όσα υπολόγιζαν εντός των τειχών και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τόσο λίγοι αντιμετώπισαν τόσους πολλούς. Όσοι Ρωμιοί σώθηκαν από τις πρώτες επιθέσεις, είτε διέφυγαν με πλοία από τον Κεράτιο, είτε σφάχτηκαν, είτε πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Σε μερικούς, επιτράπηκε μετά το τέλος της λεηλασίας να κρατήσουν τα σπίτια τους και τους παραχωρήθηκαν πλήρη θρησκευτικά δικαιώματα.
Ο Μωάμεθ πίστευε ότι η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης θα ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά οι Ρωμιοί, όπως αποδεικνύεται χιλιάδες φορές στην ιστορία του Ελληνισμού, δεν ξέρουν να παραδίδονται. Αγωνίζονται ηρωικά μέχρι θανάτου, έχοντας τον Θεό στο πλάι τους. Οι Βυζαντινοί είχαν χάσει τα πάντα εκτός από την πίστη τους, η οποία αποτέλεσε πηγή της άπιαστης αντοχής και της μαχητικότητας που επέδειξαν. Παρά την άξια αντίσταση, οι συγκυρίες δεν επέτρεψαν στην Πόλη τότε να σωθεί από τους βαρβάρους, αλλά η ελληνικότητά της είναι χαραγμένη σε κάθε γωνιά της. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε ερείπιο, στα θεμέλια κάθε κτηρίου και σε κάθε εκκλησία που ατιμάστηκε. Σε κάθε σπιθαμή της γης της αντηχεί η φωνή «Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι!».
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης