«Είναι πολύ δύσκολον εις εμέ να ξεχωρίσω μεταξύ των τεσσάρων αυτών παλληκαριών ποιος ήταν ο γενναίος των γενναίων, διότι και οι τέσσαρες συνηγωνίσθησαν την στιγμήν εκείνην ποιος θα πέθαινε γενναιότερων»… Αυτά ήταν τα λόγια του Αρχηγού Διγενή για τα τέσσερα παλληκάρια που έδωσαν τη ζωή τους στη θρυλική μάχη του Αχυρώνα.
Οι τέσσερις αγωνιστές Ανδρέας Κάρυος, Ηλίας Παπακυριακού, Φώτης Πίττας και Χρήστος Σαμάρας, το βράδυ της 30ης Αυγούστου 1958 μετέβησαν στο Λιοπέτρι, με σκοπό την εκπαίδευση μελών της Ε.Ο.Κ.Α σε θέματα που αφορούσαν τις ενέδρες. Στις 02:00 της 1ης Σεπτεμβρίου, εμφανίστηκαν κοντά στο Λιοπέτρι στρατιωτικά οχήματα. Οι τέσσερις προσπάθησαν να εγκαταλείψουν το χωριό, αλλά στην προσπάθειά τους συνάντησαν στρατιώτες. Στη συνέχεια, αποφάσισαν να διασπάσουν τον κλοιό χρησιμοποιώντας αυτοκίνητο και σε αυτή τους την προσπάθεια, αντάλλαξαν πυρά με Άγγλους στρατιώτες. Αναγκάστηκαν, λοιπόν, να επιστρέψουν πίσω στο Λιοπέτρι και γύρω στις 03:00 κατέφυγαν στον αχυρώνα του Παναγιώτη Καλλή. Μετά από αυτό το επεισόδιο, ακολούθησε κατ’ οίκον περιορισμός και ανάκριση όλων των κατοίκων του χωριού, που μέχρι τις 15:00 ήταν συγκεντρωμένοι μέσα σε συρματοπλέγματα. Ακολούθησε έρευνα στον αχυρώνα αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Στη 01:00 της 2ας Σεπτεμβρίου, οι Βρετανοί μετά από πληροφορίες, περικυκλώνουν τον αχυρώνα και ζητούν από τον ιδιοκτήτη κ. Παναγιώτη να τους δείξει πού βρίσκονται κρυμμένοι οι τέσσερις αγωνιστές. Ούτε ο ιδιοκτήτης, αλλά ούτε και η οικογένειά του έδωσαν πληροφορίες, παρά τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν. Στη συνέχεια, οι Άγγλοι καλούν τους αγωνιστές να παραδοθούν αλλά μάταια. Κατόπιν, πυροβολούν εντός του αχυρώνα, χωρίς να λάβουν και πάλι απάντηση. Το πρωί της ίδιας μέρας, επιβάλλεται νέος κατ’ οίκον περιορισμός και ο κ. Παναγιώτης υποβάλλεται σε νέα βασανιστήρια. Έπειτα, μια ομάδα στρατιωτών που έφτασε κοντά στον Αχυρώνα δέχεται πυροβολισμούς από τους τέσσερις αγωνιστές και τότε οι Άγγλοι ζητούν ενισχύσεις. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται και οι Άγγλοι, μη γνωρίζοντας ότι η ελληνική ψυχή δεν κάμπτεται και δεν υποδουλώνεται, καλούν τους αγωνιστές να παραδοθούν. Ένα μυριόστομο «Μολών Λαβέ» ήταν η απάντηση από τα τέσσερα παλληκάρια. Ένα νέο Χάνι της Γραβιάς άρχισε να ζωντανεύει στην ελληνική Κύπρο.
Αρκετοί στρατιώτες τραυματίζονται. Οι Άγγλοι ρίχνουν χειροβομβίδες αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κάποιος από τους τέσσερις αγωνιστές βγαίνει από τον αχυρώνα πυροβολώντας, αλλά φονεύεται από έναν Άγγλο στρατιώτη. Οι άλλοι τρεις αγωνιστές συνέχισαν να πυροβολούν καθώς βρίσκονταν εντός του αχυρώνα, τραυματίζοντας έναν στρατιώτη και έναν λοχαγό. Στην ανταλλαγή των επόμενων πυροβολισμών, φονεύεται και ο δεύτερος αγωνιστής. Μετά από πολύωρη μάχη, οι Άγγλοι αποφασίζουν να δώσουν το τελειωτικό κτύπημα, αφού ρίχνουν ρούχα με βενζίνη από την οροφή του αχυρώνα. Αναλαμβάνει τελικά δράση ένα βρετανικό ελικόπτερο με τη ρίψη εμπρηστικών βομβών, πυρπολώντας τον αχυρώνα. Οι δύο αγωνιστές βγαίνουν έξω πυροβολώντας, πέφτοντας ηρωικά μαχόμενοι από τα πυρά των Βρετανών. Κατά την ηρωική έξοδο τους, οι τέσσερις λεβέντες ήταν ξυπόλητοι, αφού σκοπός τους δεν ήταν να βγουν από τον φλεγόμενο αχυρώνα και να ξεφύγουν από τους Άγγλους στρατιώτες.
Οι τέσσερις λεβέντες, πολέμησαν σαν πραγματικοί λέοντες σε μια μάχη με εκατονταπλάσιους εχθρούς, έχοντας στην κατοχή τους τα λιγοστά τους όπλα, την απεριόριστη ανδρεία στην ψυχή τους και τον πόθο τους για Ένωση και Απελευθέρωση. Κάπως έτσι όρμησε και τους αγκάλιασε η δόξα. Στον ένδοξο αχυρώνα Λιοπετρίου, ο Ηλίας, ο Φώτης, ο Χρήστος και ο Ανδρέας έγραψαν με χρυσά γράμματα ακόμα μια σελίδα στην ιστορία του Έθνους. Ένα νέο ’21 ξαναγράφτηκε στην Ελληνική Μεγαλόνησο.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης