Τα ξημερώματα της Τρίτης, 13 Σεπτεμβρίου, το Αζερμπαϊτζάν βομβάρδισε αρμενικά στρατεύματα σε τρία σημεία, κατά μήκος των συνόρων με την Αρμενία, σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνάς της. Η τελευταία ανταπέδωσε τα πυρά και έτσι ξεκίνησαν οι μάχες. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σύγκρουση που σημειώθηκε ανάμεσα στις δύο χώρες, μετά τον πόλεμο των 44 ημερών του Φθινοπώρου του 2020. Οι βομβαρδισμοί έγιναν σε περιοχές της Νότιας Αρμενίας, σε εδάφη διεθνώς αναγνωρισμένα ως αρμενικά και όχι στις διαφιλονικούμενες περιοχές του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Υπήρξαν δεκάδες θύματα και από τις δύο πλευρές, με την Αρμενία να μετρά περισσότερους από 100 νεκρούς στρατιώτες και το Αζερμπαϊτζάν 54. Μέχρι στιγμής, 50 τετραγωνικά χιλιόμετρα αρμενικού εδάφους καταλήφθηκαν από Αζέρους στρατιώτες, ενώ αυτή τη στιγμή τα δύο κράτη βρίσκονται σε εκεχειρία από την Τετάρτη.
Η μία χώρα επιρρίπτει ευθύνες στην άλλη για το ξέσπασμα. Συγκεκριμένα, το Αζερμπαϊτζάν υποστηρίζει ότι επρόκειτο για απάντηση έναντι της συσσώρευσης αρμενικών ναρκών ξηράς και όπλων στις περιοχές Ντασκασάν, Καλμπατζάρ και Λατσίν. Η Αρμενία ταυτόχρονα κατηγορεί το Αζερμπαϊτζάν για «σφοδρές επιθέσεις κατά θέσεων του αρμενικού στρατού» και για το ότι προσπάθησε να προωθηθεί σε αρμενικό έδαφος χρησιμοποιώντας «πυροβολικό, ολμοβόλα, drones και όπλα μεγάλου διαμετρήματος». Μάλιστα, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Άμυνας της Αρμενίας, Αράμ Τοροσιάν, δήλωσε ότι: «Στόχος της επίθεσης ήταν η αστική υποδομή. Μονάδες των Αρμενικών Ενόπλων Δυνάμεων εκπληρώνουν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα».
Ενώ οι δύο χώρες είχαν συμφωνήσει σε εκεχειρία το πρωί της Τρίτης, σύμφωνα με τα αζερικά μέσα ενημέρωσης, μερικά λεπτά αργότερα ξεκίνησαν ξανά τα πυρά. Την Τρίτη, λήφθηκε απόφαση «να υποβληθεί επίσημα αίτηση στη Ρωσική Ομοσπονδία, για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας, στον Οργανισμό Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σχετικά με την επίθεση κατά του κυρίαρχου εδάφους της Δημοκρατίας της Αρμενίας», όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του γραφείου του Αρμένιου Πρωθυπουργού. Το πρωί της Τετάρτης, το Αζερμπαϊτζάν επιτέθηκε ξανά, κάνοντας χρήση του πυροβολικού, όλμων και μικρών όπλων σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας. Από τις 8 το βράδυ της ίδιας μέρας, οι δύο χώρες συμφώνησαν για εκεχειρία, με τη μεσολάβηση της διεθνούς κοινότητας, όπως ανακοίνωσε ο Γραμματέας του αρμενικού Συμβουλίου Ασφαλείας Αρμέν Γκριγκοριάν. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν δεν επιβεβαίωσε το γεγονός, όπως υπογράμμισε το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA).
Μετά τον πόλεμο του 2020, υπάρχουν ταραχές στην περιοχή, που εντάθηκαν τον προηγούμενο μήνα. Μεταξύ άλλων συγκρούσεων, το Αζερμπαϊτζάν κατηγόρησε την Αρμενία στις 3 Αυγούστου για βομβαρδισμούς σε θέσεις του στρατού του στην περιοχή Λάτσιν, μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ των αρμενικών συνόρων και του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, σημειώθηκε επίθεση από μη επανδρωμένα αεροσκάφη του Αζερμπαϊτζάν, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Αρμένιου και ενός Αζέρου στρατιώτη. Η Μόσχα, τότε, κατηγόρησε τις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν για παραβίαση της εκεχειρίας, υποστηρίζοντας ότι οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις προσπαθούν να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα στην περιοχή. Μέχρι τότε, συνολικά στις τελευταίες εχθροπραξίες, το Αζερμπαϊτζάν υποστήριξε ότι σκότωσε τέσσερις αυτονομιστές μαχητές και τραυμάτισε άλλους δεκαπέντε. Στις 14 Αυγούστου, έγινε μεγάλη έκρηξη σε εμπορική ζώνη του Γερεβάν με δεκάδες τραυματίες και πέντε νεκρούς. Οι ταραχές οδήγησαν στην ανακήρυξη μερικής επιστράτευσης από τους αυτονομιστές στο Αρτσάχ.
Ιστορικά γεγονότα
Η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν βρίσκονται σε μια χρόνια σύγκρουση, που αφορά κυρίως την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, του μικρού αυτονομιστικού αρμενικού κράτους του Αρτσάχ, περιοχή όπου υπάρχει πλειοψηφία Αρμένιων. Το 1980 ξεκίνησαν οι προσπάθειες του Αρτσάχ για ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Αρμενία, όταν ακόμα αυτή και το Αζερμπαϊτζάν ήταν μέλη της Ε.Σ.Σ.Δ και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ αποτελούσε αυτόνομη πολιτεία. Από το 1988 ξεκίνησαν επιθέσεις από τον αζερικό και τον σοβιετικό στρατό, έναντι του Αρτσάχ. Οι μάχες ξέσπασαν εξαιτίας του γεγονότος ότι το Αρτσάχ, με τη στήριξη των αδελφών Αρμενίων, προσπαθούσε να απαλλαγεί από τον αζερικό ζυγό γενικότερα, αλλά περισσότερο ως αντίδραση στην απόφαση της Περιφερειακής Σοβιετικής Εθνοσυνέλευσης της Ανεξάρτητης Περιοχής του Ορεινού Καραμπάχ, να μελετήσει επίσημο αίτημα για μεταβίβαση των εδαφών του Αρτσάχ από το Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν στην Σοβιετική Αρμενία. Έπειτα, το Αζερμπαϊτζάν επέβαλε αποκλεισμό στην περιοχή.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, το νεοσύστατο αζερικό κράτος κατήργησε την αυτονομία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, το οποίο μετά από Δημοψήφισμα και έπειτα ψήφισμα της τοπικής Βουλής, κήρυξε την ανεξαρτησία του. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν έως και το 1994, όταν υπογράφηκε υπό την αιγίδα της Ρωσίας συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία προέβλεπε την απόδοση του στρατιωτικού ελέγχου μιας περιοχής που καταλαμβάνει περίπου ένα 9% του αζερικού εδάφους έξω από τον θύλακα, στην Αρμενία, ως «ζώνη ασφαλείας». Η Αρμενία, ως νικήτρια του πολέμου, θα έδινε, έτσι, πίσω στο Αζερμπαϊτζάν αυτό το 9%, με αντάλλαγμα εγγυήσεις για το Αρτσάχ. Από τότε, το Αζερμπαϊτζάν απειλούσε ότι θα καταλάμβανε την περιοχή, η οποία αποτελούσε και αποτελεί διεθνώς αναγνωρισμένη περιοχή του Αζερμπαϊτζάν, αλλά ελεγχόταν στην ουσία από τους Αρμένιους, μετά τη νίκη τους στον πόλεμο του 1992-94.
Έτσι, το φθινόπωρο του 2020, έλαβε χώρα στη διαφιλονικούμενη περιοχή, ο πόλεμος των 44 ημερών, ανάμεσα στο Αζερμπαϊτζάν και το Αρτσάχ μαζί με την Αρμενία. Στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 6.500 ανθρώπους, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ειδησεογραφικό Πρακτορείο Reuters. Αποτέλεσμα ήταν η ήττα των Αρμενίων με την κατάληψη του ελέγχου από τις αζερικές δυνάμεις. Ο πόλεμος έληξε με τη μεσολάβηση της Ρωσίας για κατάπαυση του πυρός και την ανάπτυξη ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Η διεθνής κοινότητα
Σε μια τόσο κρίσιμη εποχή για τον τομέα της ενέργειας, οι αποφάσεις του κάθε κράτους σχετικά με το ζήτημα του Αρτσάχ, δύναται να του στοιχίσουν την ενεργειακή συνεργασία και εκμετάλλευση με τη χώρα-πέρασμα από την Κασπία θάλασσα στον Καύκασο και έπειτα στην Ευρώπη και στη Μαύρη θάλασσα, δηλαδή το Αζερμπαϊτζάν. Η τεράστιας ενεργειακής σημασίας γεωγραφική του θέση, μπορεί να προσφέρει μεγάλη οικονομική και ταυτόχρονα στρατηγική αναβάθμιση στους συνεργάτες του. Υπό το πρίσμα αυτό, η αντιμετώπιση των ταραχών των προηγούμενων ημερών χαίρει ειδικής μεταχείρισης από κάθε κράτος, αναλογιζομένων των συμφερόντων του.
Όλα τα «συμμαχικά» κράτη της Αρμενίας, αρκέστηκαν απλά στις λεκτικές παρατηρήσεις προς το Αζερμπαϊτζάν. Στο μεταξύ, ο Αρμένιος Πρόεδρος Πασινιάν κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να αντιδράσει, μέσα από συνομιλίες του με τον Ρώσο και τον Γάλλο ομόλογό του, Βλαντίμιρ Πούτιν και Εμανουέλ Μακρόν αντίστοιχα. Οι Η.Π.Α, η Ρωσία και η Γαλλία συμπροεδρεύουν της Ομάδας του Μινσκ του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), η οποία διαμεσολαβεί μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε το τέλος των εχθροπραξιών, καταγράφοντας ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, θα μεταβεί σε συζητήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές. Όσον αφορά τις ΗΠΑ, έπραξαν αντίστοιχα, υποστηρίζοντας πως οι διαφορές που προκύπτουν θα πρέπει να λυθούν με άλλα μέσα και όχι με τα όπλα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί η απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία δεν προέβη σε οποιαδήποτε τοποθέτηση επί του ζητήματος, παρά τη διαχρονική σύνδεση με το κράτος της Αρμενίας.
Επίσης, η Αρμενία ζήτησε τη βοήθεια της Μόσχας, μέσω του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ), ο οποίος αρκέστηκε στην αποστολή εμπειρογνωμόνων στην Αρμενία. Μια στρατιωτική ρωσική παρέμβαση, είναι μάλλον απίθανη δεδομένου του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και της έμπρακτης απουσίας της Ρωσίας κατά τον τελευταίο πόλεμο στο Αρτσάχ. Στην περίπτωση εκείνη αλλά και τώρα, η Ρωσία λειτούργησε εν τέλει, ως ειρηνοποιός-διαμεσολαβητής, επιτρέποντας στην ουσία τις εχθροπραξίες που θα έπρεπε να καταστείλει, εφόσον διατηρεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό μεγάλη στρατιωτική βάση στην Αρμενία. Σημειώνεται παράλληλα, ότι η ίδια χώρα διατηρεί στενές ενεργειακές και αμυντικές σχέσεις με το τουρκογενές Αζερμπαϊτζάν, που την περιορίζουν.
Από το όλο σκηνικό δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η Τουρκία, εφόσον οι στενές συμμαχικές σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν είναι εμφανείς. Αυτό αποδείχθηκε και πάλι στον πόλεμο του 2020, κατά τον οποίο απέστειλε στα Βουνά του Καυκάσου Σύριους και Τουρκομάνους παραστρατιωτικούς και μισθοφόρους, γεγονός που η ίδια και το Αζερμπαϊτζάν αρνούνται. Η τότε νίκη του Αζερμπαϊτζάν, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην στρατιωτική ενίσχυσή του από την Τουρκία. Παρόλο που υπάρχει η σχέση αυτή, το Αζερμπαϊτζάν δεν έχει αναγνωρίσει το ψευδοκράτος στην Κύπρο, υπό τον φόβο να μην αναγνωριστεί και το Αρτσάχ. Στο Αρτσάχ, όμως, ο πληθυσμός είναι γηγενής και δεν έχει διαμορφωθεί σκόπιμα σε μια προσπάθεια αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας από τον εχθρό, όπως συνέβη στην κατεχόμενη Κύπρο με τον Αττίλα του 1974 και έπειτα με τη μετάβαση Τούρκων εποίκων σε αυτή.
Απαιτείται, λοιπόν, η στήριξη του αρμενικού Αρτσάχ και η αποτροπή κάθε νέας επίθεσης από το Αζερμπαϊτζάν. Ο αρμενικός λαός έχει περάσει τα πάνδεινα από την Τουρκία, αλλά και από το θυγατρικό της Αζερμπαϊτζάν. Οι ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες Αρμένιους αμάχους και μαχητές που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, αγωνιζόμενοι, όπως αρμόζει σε έναν σκλαβωμένο λαό, με θάρρος και αυταπάρνηση για τη Λευτεριά. Ας πάρουμε μαθήματα πατριωτισμού από τους Αρμένιους αγωνιστές και ας υπερασπιστούμε και στην Κύπρο την ιστορία μας και την ελληνική, εθνική μας ταυτότητα.
Έξω οι Αζέροι από την Αρμενία!
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης