Ως ημέρα πένθους και ντροπής για το ελληνικό κράτος και τον λαό θα μείνει, δυστυχώς, στην ιστορία η 15η Φεβρουαρίου 2024. Η Ελλάδα έγινε η πρώτη ορθόδοξη χριστιανική χώρα που νομιμοποίησε τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων και την υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αφού υπερψηφίστηκε από την ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για την «ισότητα στον γάμο». Η κίνηση αυτή αποτελεί χείριστη ασέβεια προς την ιστορία, τη θρησκεία και τις αρχές του Ελληνισμού και θα αποβεί αναντίρρητα μοιραία για τον τόπο μας.
Μετά το εν λόγω αποτέλεσμα, λοιπόν, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον όλα αυτά γίνονται με σκοπό την εξασφάλιση της ισότητας ή θα αποτελέσουν στην πραγματικότητα πηγή σημαντικών ανισοτήτων και διαταραχών που θα πλήξουν ανεπανόρθωτα την ελληνική κοινωνία. Με τη νομιμοποίηση του γάμου και την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, οι επικείμενες καταστάσεις ανισότητας θα είναι οι εξής:
Σχετικά με την υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια:
Τα παιδιά που θα υιοθετούνται, μεγαλώνοντας θα στερούνται το μητρικό και το πατρικό πρότυπο, συστατικά απαραίτητα για την ψυχοσυναισθηματική και συμπεριφορική ωρίμανσή τους, καθώς και τη φυσιολογική εξέλιξή τους βάσει βιολογικών παραγόντων. Επίσης, τα παιδιά αυτά θα βιώνουν πάντα την απουσία της μητέρας ή του πατέρα ανάλογα και θα αντιλαμβάνονται τη στέρηση αυτή σε σχέση με τα παιδιά που θα έχουν ως γονείς έναν πατέρα και μια μητέρα. Επιπλέον, οι συμμαθητές και οι φίλοι τους θα αναγνωρίζουν, θέλοντας και μη, τη διαφορετική αυτή κατάσταση και αναπόφευκτα θα περιθωριοποιούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα προαναφερθέντα παιδιά.
Τίθεται εδώ θέμα ηθικής, εφόσον κανένα παιδί που θα υιοθετείται από ομόφυλο ζευγάρι δεν θα μπορεί προηγουμένως να επιλέξει εάν επιθυμεί να μεγαλώσει και να ζήσει σε αυτό το αντικανονικό περιβάλλον. Βέβαια, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν σημαίνει πως το ομόφυλο ζευγάρι δεν θα φροντίζει και δεν θα αγαπά στον ίδιο βαθμό, ή και περισσότερο το υιοθετημένο παιδί, από ένα κανονικό ζευγάρι, αλλά αυτό αποτελεί ξεκάθαρα άτοπη διαπίστωση λαμβανομένου υπόψη το ηθικό ζήτημα. Πρόκειται για τοποθέτηση αποπροσανατολιστική που προκύπτει από ελλιπή στοχασμό για το τι εστί δημοκρατία και ελευθερία. Επομένως, αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να χρησιμοποιείται, από τη στιγμή που με τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους επιβαρύνουν και προσβάλλουν τα πιστεύω και τις αξίες των γύρω τους.
Σχετικά με τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων:
Ζευγάρια που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν θα βρίσκονται στην ίδια μοίρα στις λίστες για υιοθεσία με ζευγάρια ομόφυλα, που είναι αδύνατο εκ φύσεως να αποκτήσουν παιδί. Η διαφορά είναι ακριβώς στο ότι οι πρώτοι αδυνατούν να αποκτήσουν γόνο για ιατρικούς λόγους, ενώ οι δεύτεροι δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν, εφόσον, πολύ απλά, χρειάζεται ένα αρσενικό και ένα θηλυκό για να γίνει η σύλληψη.
Πέραν των ανωτέρω, στην ορθόδοξη εκκλησία ο γάμος αποτελεί ιερό μυστήριο κατά το οποίο ο άντρας και η γυναίκα ενώνονται «οι δύο εις σάρκα μίαν» και ευλογούνται από τον Χριστό να δημιουργήσουν μια οικογένεια. Η ελληνική κοινωνία, βασιζόμενη ανά τους αιώνες στην ορθόδοξη πίστη δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις αρχές της και ποτέ δεν θα μπορέσει να αφομοιώσει τις αφύσικες αυτές «φιλελεύθερες» ιδέες.
Η Εκκλησία και οι επιστήμες της βιολογίας, φυσιολογίας, ψυχολογίας, κοινωνιολογίας κ.ά, ως οι πλέον αρμόδιοι φορείς, απαντούν στα πιο συχνά ερωτήματα για το ζήτημα, επεξηγώντας με τα πιο λογικά και ξεκάθαρα επιχειρήματα, τους λόγους για τους οποίους βρίσκονται στην αντίπερα όχθη.
Σύγχρονη Ελληνική κοινωνία και Δημοκρατία:
Στο μεταξύ, το αποτέλεσμα ήταν δυστυχώς αναμενόμενο αναλογιζομένης της κατάστασης στην ελληνική κοινωνία του σήμερα, του μιμητισμού και της θεοποίησης της δυτικής «φιλελεύθερης» κουλτούρας, της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Σε αυτή την «πραγματικότητα» κάθε είδους ενασχόληση με κάτι εθνικό ή θρησκευτικό, δεν αποτελεί απλώς αναχρονισμό, αλλά και αιτία για χλευασμό, αισχρή λογοκρισία και βίαιες διώξεις. Η αντίθετη άποψη σε κάθε περίπτωση κατακρίνεται από την «κοινή γνώμη», αφού το αποφασίσουν βέβαια πρώτα τα ΜΜΕ, και επιπρόσθετα δέχεται τη μέγιστη περιφρόνηση. Και παρά το ότι αποτελούν μικρή μερίδα του πληθυσμού τα άτομα με αυτές τις ιδιαιτερότητες, καταφέρνουν να επιβληθούν έναντι στον μεγαλύτερο πληθυσμό, παρά το ότι μπορεί να διαφωνεί. Βέβαια οι συμπεριφορές αυτές αποτελούν τον κανόνα που σημαίνει ότι υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, δηλαδή άνθρωποι που σέβονται τα δικαιώματα των υπολοίπων και την αντίθετη άποψη.
Όταν η απαίτηση ορισμένων «δικαιωμάτων», καταπατά το δικαίωμα διαφωνίας (!) με αυτά, απορρίπτοντας την περίπτωση διεκδίκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε δημοκρατία. Η απαίτηση της ισοτιμίας και του σεβασμού στην προκειμένη περίπτωση είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι αμφίδρομη, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι μιλούμε για αυταρχικές και φασιστικές τακτικές επιβολής του απόλυτου. Δημοκρατία και διάλογος είναι δύο έννοιες αλληλένδετες και αλληλεξαρτούμενες και δεν μπορείς να αναφερθείς και να επιβάλλεις την πρώτη, απορρίπτοντας τη δεύτερη όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, τη γενέτειρα των ιδεών αυτών προ χιλιάδων ετών. «Η ελευθερία του καθενός ξεκινά εκεί που σταματά η ελευθερία του άλλου», μια φράση που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε κάθε πρόκληση για το ζύγισμα δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του, χωρίς να επιβαρύνει τους γύρω του, να υποβιβάζει και να προσβάλλει τα ιδεώδη κανενός άλλου.
Δεδομένης της κατάστασης αυτής, οι προσπάθειες αυτές για «εκσυγχρονισμό» και «ισότητα» θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στο αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα, στην πρόκληση αντιδράσεων από την υπόλοιπη κοινωνία, οι οποίες θα φουντώνουν στο πέρασμα του χρόνου και τελικά θα προκαλέσουν έντονες διαμάχες και πλήρη περιθωριοποίηση των εν λόγω ατόμων.
Υπό τις γνωστές συνθήκες πίεσης έλαβε χώρα και η συζήτηση και η ψηφοφορία στη Βουλή για το νομοσχέδιο. Επικράτησε η πλευρά του υπέρ και στις τοποθετήσεις των πλείστων βουλευτών, ενώ υπογραμμίστηκε η δήθεν αμαύρωση του ονόματος όσων ψηφίσουν κατά. Σημειώνεται ότι επικράτησε πανηγυρικό κλίμα εντός και εκτός της Βουλής, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, ενώ παράλληλα κυβερνητικές πηγές επισήμαναν την ικανοποίησή τους.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε μάλιστα ότι: «Το νομοσχέδιο καθιστά επιτέλους “ορατούς” ανθρώπους που ήταν έως τώρα “αόρατοι”». Ακολούθως, ανέφερε στην ομιλία του φράσεις όπως: «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» και «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», μιλώντας για την εμπλοκή της εκκλησίας στο ζήτημα, με την οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, «και σε άλλες περιπτώσεις είχαμε διαφορετικές οπτικές, για εξελίξεις και τομές σημαντικές που αποδείχθηκε πως τελικά δεν διατάραξαν την κοινωνική συνοχή, ούτε τις σχέσεις μας με την Εκκλησία. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα». Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Πρωθυπουργός τόνισε ότι «ζυγίζεται η δύναμη της δημοκρατίας μας να ενσωματώνει ισότιμα τον κάθε πολίτη».
Όσον αφορά την εκκλησία θα έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερος σεβασμός, καθώς η εκκλησία συμμετείχε ενεργά σε όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες του λαού και συνετέλεσε σθεναρά στην ελευθερία του, όπως άλλωστε φαίνεται μέσα από την ιστορία μας.
Η αλήθεια είναι ότι τα πιο ανώδυνα θέματα βρίσκονται στο προσκήνιο και έπειτα αποκτούν τόσο μεγάλη διάσταση που βρίσκουν θέση ακόμα και στη Βουλή, στην εν λόγω περίπτωση. Για ποιους αόρατους ανθρώπους αναφέρεται ο κύριος Μητσοτάκης, όταν καταλήξαμε στην ψήφιση νόμου που αποσκοπεί στον υποβιβασμό των εθνικών μας αρχών χιλιετιών για χάρη τους, χάριν μιας μικρής «ιδιαίτερης μειονότητας» και χάριν ενός υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού. Είναι πραγματικά τραγικό το γεγονός ότι το νομοσχέδιο που απασχόλησε περισσότερο την ελληνική κοινή γνώμη ήταν το συγκεκριμένο και το ότι παρά τη σοβαρότητά του πέρασε επιδερμικά, χωρίς δυσκολία, από τη Βουλή με 175 «υπέρ» επί 254 βουλευτών που ψήφισαν.
Ταυτόχρονα, δεν γίνεται ούτε λόγος για την οικονομία, το μεταναστευτικό και την εξωτερική πολιτική της χώρας, για τις οποίες πάλι τίθενται ζητήματα δημοκρατικότητας και καταπάτησης δικαιωμάτων, αλλά ποιος νοιάζεται; Στο μεταξύ οι εξελίξεις τρέχουν και ο ελληνισμός απειλείται από τη φιλοτουρκική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και την επιθετικότητα του εχθρού, αλλά έχουμε να καταστρέψουμε και στα εντός την ελληνική κοινωνία και δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με το πρόβλημα αυτό.
Συμπέρασμα:
Βάσει των πιο πάνω, επιβεβαιώνεται, για πολλοστή φορά, πως στερούμαστε παιδείας. Η εθνική συνείδηση και η πνευματική καλλιέργεια έχουν σχεδόν εξαλειφθεί. Αντίθετα γίνεται συστηματική προώθηση και έτσι έμμεση επιβολή των αντιλήψεων του δυτικού κοινωνικού μοντέλου, κυρίως μέσω των ΜΜΕ και της πολιτικής ηγεσίας και έπειτα σε ορισμένες περιπτώσεις από εκπαιδευτικούς και από το οικογενειακό περιβάλλον. Ως Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης, ξεκαθαρίζουμε ότι μένουμε πιστοί στις αρχές της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας, οι οποίες αποτελούν τα θεμέλια του Ελληνισμού. Μεγαλώσαμε μαθαίνοντας για την Ελλάδα της Δημοκρατίας, του Χριστού και των αγώνων για Ελευθερία και δεν μπορούμε για την υποτιθέμενη αποδοχή της διαφορετικότητας και την επιβολή ιδεών αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, να αποδεχτούμε την ισοπέδωση της Ελλάδας μας. Στα δύσκολα χρόνια που πέρασε ο Ελληνισμός, τρία στοιχεία τον κράτησαν ζωντανό, η Θρησκεία με οδηγό τον Χριστό, η Πατρίδα με αγάπη προς τη Γαλανόλευκη και η Οικογένεια ως η γέφυρα των προγόνων και των απογόνων. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει και οφείλουμε να αγωνιστούμε για τον τερματισμό του εξευτελισμού του Έθνους μας.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης