Τουρκική προκλητικότητα με τη σημαία της «Ανεξάρτητης Δυτικής Θράκης»

Συνεχίζεται η τουρκική προκλητικότητα εις βάρος της ελληνικής εδαφικής επικράτειας, αυτή τη φορά όσον αφορά τη Δυτική Θράκη. Διοικούντες και μαθητές του μειονοτικού σχολείου Κομοτηνής συμμετείχαν σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, όπου ο παρευρισκόμενος πρόεδρος του Συλλόγου Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής, Νετζάτ Αχμέτ, προέτρεπε την ελληνική μουσουλμανική νεολαία να εγγράφεται σε τουρκικά γυμνάσια και λύκεια, αφού σύμφωνα με τον ίδιο, η τουρκική εθνική συνείδηση είναι σημαντική. Στη γιγαντοοθόνη που υπήρχε στην εκδήλωση, απεικονίστηκε η σημαία της «Ανεξάρτητης Δυτικής Θράκης» δίπλα από την τουρκική.

Η «Αυτόνομη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης» ήταν ένα προσωρινό κράτος που διατήρησε την ύπαρξή του για περίπου δύο μήνες, από τις 31 Αυγούστου έως τις 25 Οκτωβρίου του 1913. Η αρχική ονομασία του ήταν «Προσωρινή Κυβέρνηση Δυτικής Θράκης» που μετονομάστηκε για να αποφευχθεί οποιαδήποτε ανασφάλεια στον πληθυσμό της περιοχής. Το εν λόγω «κράτος» περιλάμβανε όλη τη Δυτική Θράκη, από τον Έβρο μέχρι το Νέστο, συμπεριλαμβανομένης της βουλγαρικής Ροδόπης στα βόρεια, ενώ στα νότια έφτανε μέχρι και το Αιγαίο Πέλαγος.

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912 – 1913) μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδήγησε τελικά στην κατάληψη της Δυτικής Θράκης από το βουλγαρικό στρατό, αφού οι Οθωμανοί είχαν εκδιωχθεί από τις βαλκανικές περιοχές.Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος που διεξήχθη το καλοκαίρι του 1913 μεταξύ της Βουλγαρίας και των υπολοίπων χωρών του βαλκανικού συνασπισμού (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο),με αποτέλεσμα την ήττα της Βουλγαρίας από τον ελληνικό στρατό, τερματίστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του ίδιου έτους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Δυτική Θράκη θα παραχωρείτο στη Βουλγαρία, απόφαση η οποία προκάλεσε την επανάσταση μερίδας Ελλήνων και Μουσουλμάνων, εναντίον της βουλγαρικής κυριαρχίας και με σκοπό τη διεκδίκηση της αυτονόμησης της περιοχής τους. Οι κινηματίες ζήτησαν βοήθεια από την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πρώτη, εφόσον είχε υπογράψει τη συνθήκη δεν μπορούσε να προσφέρει τη βοήθειά της, ενώ η δεύτερη που δεν είχε κληθεί στο Βουκουρέστι, απέστειλε αντάρτικες ομάδες που κατέλαβαν την Κομοτηνή και τη Ξάνθη.

Η έναρξη των επίσημων συνομιλιών για την αυτονόμηση της Δυτικής Θράκης επήλθε με την αποστολή αντιπροσωπείας Ελλήνων, Εβραίων, Μουσουλμάνων και Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι μαζί με το Γάλλο πρέσβη δημιούργησαν καταστατικό χάρτη αυτονόμησης, κατά τον οποίο η περιοχή θα χωριζόταν σε τρία μέρη. Με τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστρία και τη Ρωσία να μη συμμετέχουν στις συζητήσεις, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να αποσύρει την υποστήριξή της προς τους αυτονομιστές, προκαλώντας έτσι την αγανάκτησή τους. Έτσι, οι τελευταίοι κήρυξαν την αυτονομία της Δυτικής Θράκης. Η ελληνική κυβέρνηση, τότε, προσφέρθηκε να ενισχύσει την πρωτοβουλία αυτή, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς ακολούθησε η υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης στις 29 Σεπτεμβρίου 1913 μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανών, που αναγνώριζε τα σύνορα και τη Δυτική Θράκη ως βουλγαρικά. Η κατάληψη της περιοχής από τη Βουλγαρία ολοκληρώθηκε τελικά στις 30 Οκτωβρίου 1913, θέτοντας έτσι τέλος στην Αυτόνομη Κυβέρνηση.

Ακολούθησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918), με τη νίκη της Αντάντ στο Μακεδονικό μέτωπο και την παράδοση της Βουλγαρίας. Η τελευταία επεδίωξετη σύναψη ανακωχής και στις 17 Σεπτεμβρίου 1919, αποφασίσθηκε η εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους, που αλλοίωσαν σημαντικά το θρακικό πληθυσμό με εποικισμό και εκδίωξη ελληνικών πληθυσμών, αλλά και η ταυτόχρονη υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς διασυμμαχικής διοίκησης υπό γαλλικό έλεγχο.Μέσα στον επόμενο μήνα, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν υπό τις συνθήκες του νέου καθεστώτος στη Ξάνθη, την οποία κατέλαβαν αναίμακτα.

Στις 27 Νοεμβρίου 1919, υπογράφηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ της Γαλλίας μεταξύ Βουλγαρίας και των νικητριών δυνάμεων του Α’Π.Π, που επιτέλεσε τη δεύτερη εθνική καταστροφή για τη Βουλγαρία, όπως έχει χαρακτηριστεί. Σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης, ήταν υποχρεωμένη να παραιτηθεί υπέρ των «Προεχουσών Δυνάμεων», όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της Δυτικής Θράκης και να αναγνωρίσει εκ των προτέρων τις μεταγενέστερες αποφάσεις των Δυνάμεων περί ταύτης. Η παραίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μετέπειτα παραχώρηση των εδαφών αυτών στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 και τον αποκλεισμό της βουλγαρικής εξόδου στο Αιγαίο Πέλαγος.

Σημειώνεται ότι ταυτόχρονα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, η Βουλγαρία υπέγραψε και μια ειδική Συνθήκη «Περί Θράκης» με την Ελλάδα, όπου ενσωματώθηκε οριστικά η εδαφική επικράτεια της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα. Στη Συνθήκη του Νεϊγύ, διατυπωνόταν μεταξύ άλλων «η αμοιβαία και εθελουσία μετανάστευση των φυλετικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών μειονοτήτων εις Ελλάδα και Βουλγαρία κανονισθεί δια συμβάσεως μεταξύ των δύο τούτων κρατών, συνομολογούμενης επί τη βάσει των όρων που αποφασίσθηκαν κατά την ως άνω ημέρα». Είχε όμως, προηγηθεί η Συνθήκη του 1914, συνέπεια της οποίας ήταν ο εκπατρισμός εκατοντάδων Ελλήνων από Μικρά Ασία και Θράκη, σε ανταλλαγή με τους Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Μακεδονίας που μετακινήθηκαν προς την Τουρκία. Η Συνθήκη συνετέλεσε στην πληθυσμιακή εθνολογική αλλοίωση των πιο πάνω περιοχών.

Κατά την εφαρμογή, λοιπόν, της Συνθήκης του Νεϊγύ και της ειδικής Συνθήκης, το μεγαλύτερο τμήμα των λαθραίων εποίκων αποχώρησαν ακριβώς πριν την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Δυτική Θράκη.Η αποχώρησή τους δεν ήταν προϊόν βίας, αλλά φυσικό επακόλουθο του άρθρου 44 της Συνθήκης του Νεϊγύ, με το οποίο η Ελλάδα είχε το δικαίωμα να μην παρέχει ελληνική ιθαγένεια στους Βουλγάρους που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Θράκη μετά το 1913. Όσον αφορά την επιστροφή Ελλήνων προσφύγων, φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή όχι μόνο Θράκες πρόσφυγες, αλλά και πρόσφυγες από άλλα μέρη της Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικός αριθμός Δυτικοθρακών προσφύγων προτίμησε την παραμονή στις «νέες πατρίδες», αφού είχε προηγηθεί η καταστροφή ελληνικών περιουσιών της Δυτικής Θράκης κατά τη βουλγαρική κατοχή.

Τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στη Δυτική Θράκη, την οποία και απελευθέρωσαν, στις 20 Μαΐου 1920,αφού προηγήθηκε η απόφαση του Γάλλου πρωθυπουργού, AlexandreMillerand,να αποσύρει τα γαλλικά στρατεύματα από την περιοχή, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Σαν Ρέμο (18 – 24 Απριλίου 1920). Επικαλούμενος τις στρατιωτικές ανάγκες εξαιτίας των επιχειρήσεων εναντίον του Κεμάλ στην Κιλικία, αποφασίστηκε τελικά να προωθηθεί ο Ελληνικός Στρατός και να καταλάβει τη Δυτική και στη συνέχεια την Ανατολική Θράκη «εξ ονόματος» των Συμμάχων. Το γεγονός αυτό σήμανε και το τέλος της διασυμμαχικής κατοχής.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 που ακολούθησε, υπογράφηκε η Σύμβαση Περί ανταλλαγής Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών στις 30 Ιανουαρίου 1923, 6 μήνες πριν τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λοζάνης, κατά την οποία η Ανατολική Θράκη περιήλθε στην Τουρκία και οριστικοποιήθηκαν τα σημερινά ελληνοτουρκικά σύνορα. Η ανταλλαγή πληθυσμών ήταν υποχρεωτική και αποτέλεσμα όρου πολεμικής ήττας. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τένεδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Κατά την εφαρμογή της σύμβασης, παρατηρήθηκε εισροή χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων στη Δυτική Θράκη. Επομένως, μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής της ελληνοβουλγαρικής συνθήκης και της ελληνοτουρκικής σύμβασης, οι πληθυσμοί στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων μεταβλήθηκαν ραγδαίως.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941 – 1944), η Δυτική Θράκη βρισκόταν υπό βουλγαρική κατοχή, ως αντάλλαγμα της απόφασης της Βουλγαρίας να ενταχθεί στη συμμαχία των δυνάμεων του Άξονα.Κατά την περίοδο της Κατοχής, παρατηρήθηκαν μαζικές εκτοπίσεις και σφαγές Ελλήνων, προσπάθεια προώθησης βουλγαρικού στοιχείου και αφελληνισμού των κατοίκων, όπως επίσης και βουλγαρικός εποικισμός στην περιοχή. Αποτέλεσμα του Πολέμου ήταν η ήττα των δυνάμεων του Άξονα και κατά συνέπεια των βουλγαρικών δυνάμεων, οπότε ο βουλγαρικός στρατός αποχώρησε μετά το πέρας του πολέμου από τη Θράκη, αφήνοντάς την και πάλι υπό ελληνική κυριαρχία.

Η γεωγραφική θέση της Θράκης αποτελεί ενεργειακό δρόμο από τον οποίο θα περνούν όλοι οι αγωγοί ενέργειας. Ο αγωγός ΤΑΡ (Ελλάδα – Ιταλία μέσω Αλβανίας και Αδριατικής Θάλασσας), ο αγωγός TurkishStream (Τουρκία – Ελλάδα), ο αγωγός IGI Poseidon (Ελλάδα – Ιταλία) και ο αγωγός IGB (Ελλάδα – Βουλγαρία), κάποιοι από τους οποίους βρίσκονται ήδη σε λειτουργία, έχουν ως επίκεντρο το έδαφος της Θράκης. Σκοπός η τροφοδότηση της Ευρώπης με φυσικό αέριο, για τον οποίο η Θράκη διαθέτει την κατάλληλη γεωγραφική θέση. Η Τουρκία από την άλλη, προσπαθεί να εξασφαλίσει τις ενεργειακές αυτές οδούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυτικών της συμμάχων, κατασκευάζοντας έναν εναλλακτικό διάδρομο μέσω της έμμεσης επικυριαρχίας της στην περιοχή των Βαλκανίων.

Με την πολιτική των διπλωματικών προκλήσεων, των αμφισβητήσεων, των παραβιάσεων και της δημιουργίας γκρίζων ζωνών, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει καταφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις του εις βάρος του ελλαδικού χώρου, οι εκπρόσωποι του οποίου, αντιθέτως, ακολουθούν ανέκαθεν την πολιτική συζητήσεων χαμηλού τόνου, εξυπηρετώντας έτσι τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη γηγενείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς και ονομάζοντάς τους ως «τουρκικούς», κατάφερε να διεισδύσει στο χώρο των Βαλκανίων. Παράδειγμα αποτελούν τόσο οι Πομάκοι, μια μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα που χρησιμοποιεί την «Πομακική γλώσσα», μια βουλγαρική διάλεκτο όσο και οι Έλληνες μουσουλμάνοι της περιοχής για τους οποίους ακολουθείται μια ανθελληνική προπαγάνδα. Ο πομακικός πληθυσμός αποτελεί το κρίσιμο μέγεθος που μπορεί να αλλάξει τα πληθυσμιακά δεδομένα της Δυτικής Θράκης, σε περίπτωση που ο συνολικός του αριθμός συνυπολογιστεί με κάποια άλλη εθνοτική ομάδα της περιοχής.

Στη νότια Βουλγαρία, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τις κακές οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι γηγενείς μουσουλμάνοι, κατάφερε να δημιουργήσει μεγάλους γεωγραφικούς θύλακες, όπου κατοικούν αποκλειστικά τουρκόφρονες μουσουλμάνοι. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολιτικό κόμμα τουρκοφρόνων Πομάκων, συμμετέχοντας έτσι στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας. Με την αντίστοιχη δημιουργία μουσουλμανικών θυλάκων στη βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Θράκης, φαίνεται ότι ο Ερντογάν επιθυμεί να ασκήσει την επιρροή του και στον πολιτικό χώρο της Ελλάδας. Η επιθυμητή από την Τουρκία «Ανεξάρτητη Θράκη» φαίνεται να περιλαμβάνει τμήμα της Δυτικής Θράκης, το νότιο τμήμα της Βουλγαρίας αλλά και το νοτιοανατολικό των Σκοπίων, όπου κατοικούν τουρκόφρονες Πομάκοι, παρά τη βουλγαρική τους καταγωγή.

Δεδομένης της φυσικής «σύζευξης» της «Ανεξάρτητης Θράκης» με το αλβανόφωνο τμήμα των Σκοπίων, αλλά και με το σκληροπυρηνικό μουσουλμανικό τμήμα της Αλβανίας, επιτυγχάνεται τελικά η σύνδεση της Τουρκίας με την Αδριατική Θάλασσα στα δυτικά.Η ύπαρξη, λοιπόν, ενός «ανεξάρτητου κράτους», που θα εξαρτάται πλήρως από την Τουρκία, είναι απαραίτητη για τη δημιουργία του επιθυμητού διαδρόμου που θα προσφέρει στη Δύση.

Με μια προσπάθεια αμφισβήτησης της Ελληνικότητας της Δυτικής Θράκης, η Τουρκία φέρεται να ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική, με σκοπό είτε την άσκηση πίεσης προς την Ελλάδα για πιθανές απαιτήσεις της, είτε τον περαιτέρω εδαφικό περιορισμό της τελευταίας και την τελική εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ισχυρών. Η ελληνική κυβέρνηση, αδρανής για ακόμα μια φορά, προτιμά να αφήνει το ελεύθερο στην Τουρκία, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδας. Η πολιτική της υποτιθέμενης «Ελληνοτουρκικής φιλίας» που ακολουθείται από την προδοτική Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να τερματιστεί και να σταθεί επάξια απέναντι στις οποιεσδήποτε επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων χωρών. Η Ιστορία της Ελληνικής Θράκης επιβάλλεται να προστατευτεί πριν προστεθεί στη λίστα των χαμένων πατρίδων. Η Ελληνικότητα της περιοχής ολόκληρης αποδεικνύεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Επιτακτική ανάγκη αποτελεί η εθνική αφύπνιση του ελληνικού λαού στο σύνολό του, που παραμένει «εκτός σκηνής» εξαιτίας της πολιτικής των κομμάτων αλλά και της δημοσιογραφικής ελίτ της χώρας.

ΚΥΠΡΟΣ – ΘΡΑΚΗ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΚΟΙΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γραφείο Τύπου

Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης

 

Μοιράσου το:

ΣΧΕΤΙΚΑ

Η 1η Οκτωβρίου 1960 καθιερώθηκε ως ημέρα ανακήρυξης της «ανεξαρτησίας» της Κύπρου από τους Βρετανούς.

Τα τρία παλληκάρια, που πάνω από όλα έβαλαν τον πόθο τους για Λευτεριά και Ένωση