Το ιστορικό της μεγάλης Ιρλανδικής απεργίας πείνας του 1981 και η σύνδεση του αγώνα του IRA με τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α

Οι αγώνες που διέπραξαν οι Ιρλανδοί αγωνιστές από τις απαρχές του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα για να απελευθερωθούν από τον βρετανικό ζυγό, είναι αναρίθμητοι. Κατά τη διάρκεια του ένοπλου Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α του ’55-’59, οι Ιρλανδοί αγωνιστές του IRA συμπαραστάθηκαν πλήρως στους Έλληνες Κύπριους αγωνιστές που μάχονταν για την εθνική τους ολοκλήρωση και την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού.

Είναι πολλά τα στοιχεία που συνδέουν τους δύο εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Αρχικά, οι δύο αγώνες είχαν κοινό εχθρό, την Βρετανική αποικιοκρατία που καταδυνάστευε και τα δύο νησιά την τότε περίοδο και συνεχίζει να καταδυναστεύει μέρος τους μέχρι και σήμερα. Ο αγώνας των Ιρλανδών ξεκίνησε για ανεξαρτησία και έδωσε τη θέση του στον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση και επανένωση του βόρειου τμήματος του νησιού, που παρέμενε υπό βρετανική κυριαρχία, με το υπόλοιπο τμήμα, καθώς και για καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων του νησιού, των Καθολικών και των Προτεσταντών. Η κατοχή ολόκληρης ή τμημάτων της Ιρλανδίας διατηρείται εδώ και εννιακόσια χρόνια.

Ο αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου για εκδίωξη των Βρετανών αποικιοκρατών και της αιμοδιψούς βασίλισσάς τους από το νησί μας και για Ένωση με την Μάνα Ελλάδα, ήταν σταθερός και συνεχής και αυτό αποδεικνύεται από τις πάμπολλες εξεγέρσεις που πραγματοποιήθηκαν επί Βρετανικής κατοχής πριν από τον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α, με αποκορύφωμα τα Οκτωβριανά του 1930. Επίσης, οι Έλληνες της Κύπρου πραγματοποίησαν δημοψηφίσματα με σκοπό την άσκηση πίεσης προς τη βρετανική διοίκηση για να παραχωρήσει στους Έλληνες της Κύπρου το αναφαίρετο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης, ένα δικαίωμα που κατοχυρώθηκε αργότερα, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πέρα από το μεγάλο Ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, διεξήχθησαν δημοψηφίσματα το 1912, το 1921 και το 1930.

Οι Ιρλανδοί αγωνιστές θεωρούσαν τους Έλληνες της Κύπρου που επαναστατούσαν πρότυπα ηρωισμού. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α, διεξαγόταν η εκστρατεία του IRA για ένωση της επαρχίας του Ulster με την υπόλοιπη Ιρλανδία, γνωστή και ως «Border Campaign». Πέρα όμως από τα κοινά αισθήματα που έτρεφαν και οι δύο λαοί για Ελευθερία, Δικαιοσύνη και εθνική ολοκλήρωση, οι δύο εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, η Ε.Ο.Κ.Α και ο IRA, πραγματοποιούσαν αρκετά συχνά κοινές δράσεις κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Αυτό συνέβαινε καθώς όσοι αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α συλλαμβάνονταν και δεν υπήρχε χώρος για αυτούς στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, στα πλέον γνωστά ως Φυλακισμένα Μνήματα, στέλνονταν ως κρατούμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Πολλές φορές οργάνωναν κοινές αποδράσεις, αλλά και κοινές απεργίες πείνας στις φυλακές. Επίσης, οι κοινοί αγώνες των δύο αγωνιστικών λαών είχαν αντίκτυπο και στον απλό λαό. Το Εθνικό Φοιτητικό Συμβούλιο της Ιρλανδίας επέδωσε ψήφισμα διαμαρτυρίας για τους απαγχονισμούς του Ανδρέα Δημητρίου, Μιχαήλ Κουτσόφτα και Ανδρέα Καραολή. Την 1η Νοεμβρίου 1956, 200 Ιρλανδοί φοιτητές διαμαρτυρήθηκαν στους δρόμους του Δουβλίνου για τις εκτελέσεις Κυπρίων αγωνιστών.

Ένας αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α που θεμελίωσε με το αίμα του την άριστη σχέση που διατηρούν οι δύο λαοί, είναι ο Νικόλας Ιωάννου που δολοφονήθηκε από τους Βρετανούς κατάσκοπους της Scotland Yard στις 17 Ιουλίου 1957, που ήθελαν να του αποσπάσουν τα σχέδια κοινής απόδρασης Ιρλανδών και Κυπρίων φυλακισμένων. Ο αδελφός του ζήτησε να παραστεί στην κηδεία και του απαγορεύτηκε. Έτσι, Ιρλανδοί και Κύπριοι αγωνιστές πραγματοποίησαν κοινή συμβολική απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθούν για το καταπιεστικό καθεστώς, κάτω από το οποίο ζούσαν οι ίδιοι και για τις αντίξοες συνθήκες ζωής που επιδέχονταν οι συμπολίτες τους.

Επίσης, ένα αρκετά σημαντικό στοιχείο είναι ότι όποτε απαγχονιζόταν ένας αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α ή όταν δολοφονούνταν άδικα αγωνιστές του IRA, οι κρατούμενοι πραγματοποιούσαν διήμερη ή τριήμερη συμβολική απεργία πείνας. Οι αγωνιστές δεν διέπρατταν απεργία μέχρι τέλους, όχι επειδή φοβόντουσαν τον θάνατο, θεωρούσαν όμως χρέος τους να παραμείνουν στη ζωή για να συνεχίσουν τον Αγώνα τους με όποιο μέσο διέθεταν και να μην τον εγκαταλείψουν μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Η αυτοθυσία είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τους αγωνιστές του IRA, που τον τελευταίο αιώνα μάχονται για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Δίκαια, θα είναι η απελευθέρωση του Ούλστερ. Δίκαια, θα είναι η απελευθέρωση της κατεχόμενης Κύπρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τον ένοπλο αγώνα, Ιρλανδοί αγωνιστές του IRA πραγματοποίησαν την απεργία πείνας του Block-H, μια από τις πιο γενναίες ενέργειες που σημειώθηκαν κατά τον Αγώνα του IRA.

Η οικογένεια του Μπόμπι Σαντς διατηρούσε κρυφά ρωμαιοκαθολικές πεποιθήσεις. Τα μέλη της οικογένειας, αναγκάστηκαν κάποια στιγμή να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, με αποτέλεσμα να γίνουν στόχος φανατικών Προτεσταντών. Όταν δέχθηκαν σφοδρή επίθεση στο σπίτι τους, τον Ιούνιο του 1972, η ιδέα την οποία ασπαζόταν ο τότε δεκαοχτάχρονος Μπόμπι, είχε μετατραπεί σε υπέρτατη ανάγκη. «Ο μόνος τρόπος πραγματικής αντίστασης είναι η ένοπλη επανάσταση» σκέφτηκε. Τον επόμενο μήνα εντάσσεται στις τάξεις του IRA. Το δεκαοχτάχρονο τότε αγόρι από το Μπέλφαστ έμελλε να γίνει το επόμενο σπουδαίο σύμβολο ενός αέναου αγώνα ενάντια στους αποικιοκράτες Εγγλέζους.

Τον Οκτώβριο του 1972 συλλαμβάνεται για παράνομη οπλοκατοχή και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Με την αποφυλάκισή του το 1976, αναλαμβάνει ξανά ενεργό ρόλο στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό. Μετά από έξι μήνες συλλαμβάνεται ξανά, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του, όμως καταδικάζεται σε 14 χρόνια φυλάκισης, με την κατηγορία της παράνομης οπλοκατοχής. Αμέσως μετά την καταδίκη του, πέρασε τις πρώτες 22 μέρες στην απομόνωση και για 15 μέρες, πραγματοποίησε τη «διαμαρτυρία της δίαιτας», κατά την οποία έτρωγε κάθε τρεις ημέρες μόνο ψωμί και νερό.

Το 1976 είχε εγκριθεί νόμος, με τον οποίο τα μέλη του IRA που συλλαμβάνονταν δεν θα αντιμετωπίζονταν ως πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά ως κοινοί εγκληματίες. Το καθεστώς πολιτικού κρατούμενου προνοούσε ότι δεν θα φορούσαν ρούχα φυλακής, αλλά πολιτικά ρούχα, θα μπορούσαν να βρίσκονται όποτε επιθυμούσαν με τους συγκρατούμενούς τους, ενώ δεν θα συμμετείχαν στις καταναγκαστικές εργασίες, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κρατούμενους. Η νεοεκλεγείσα πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μάργκαρετ Θάτσερ, δεν αποδεχόταν την αναστολή του συγκεκριμένου καθεστώτος. Για να διαμαρτυρηθούν για το γεγονός αυτό, οι αγωνιστές του IRA πραγματοποίησαν τη «διαμαρτυρία της κουβέρτας», κατά την οποία οι αγωνιστές αρνούνταν να φορέσουν ρούχα φυλακής και έμεναν τυλιγμένοι με μια κουβέρτα. «Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου και όχι εγκληματίες για να φορέσουμε αυτά τα ρούχα» ήταν τα λόγια που έβγαιναν από τα στόματα των αγωνιστών. Ο πρώτος που αρνήθηκε να φορέσει στολή φυλακισμένου ήταν ο Κιέραν Νάτζεντ.

Κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «βρώμικης διαμαρτυρίας», που πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα, οι αγωνιστές αρνούνταν να πλυθούν, έριχναν τα περιττώματά τους πάνω στους τοίχους και τα ούρα τους στους διαδρόμους της φυλακής, με αποτέλεσμα να «πλημμυρίζει» η φυλακή. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι αδίστακτοι φύλακες τους έβγαζαν από τα κελιά, τους ξυλοκοπούσαν και τους έπλεναν οι ίδιοι με τη χρήση βίας.

Όταν όμως κατάλαβαν ότι ούτε αυτό θα οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, συμφώνησαν ότι έπρεπε να λάβουν πιο δραστικά μέτρα. Έτσι, τα ηγετικά στελέχη του IRA που βρίσκονταν στο Μπλοκ «Η» των φυλακών αποφάσισαν να ξεκινήσουν την πρώτη μεγάλη απεργία πείνας. Οι απλοί Εθελοντές δεν συμμετείχαν στην απεργία. Μόνο ο διοικητής Μπρένταν Χιουζ, ο Σιν ΜακΚίνα, ο Τόμι ΜακΚίρνι και άλλοι τέσσερις ηγέτες του IRA. Ένα περίπου μήνα αργότερα, η Θάτσερ διέδωσε φήμες ότι θα προτείνει ένα σχέδιο συνθηκολόγησης. Ο Μπρένταν Χιουζ, βλέποντας ότι ο Σιν ΜακΚινα ήταν στα πρόθυρα του θανάτου και ακούγοντας τις φήμες περί συνθηκολόγησης, έληξε την απεργία. Τελικά, το κείμενο της συνθηκολόγησης περιλάμβανε μόνο γενικολογίες και αοριστίες και έτσι με ένα τέχνασμα έληξε η απεργία πείνας, 53 μέρες μετά την έναρξή της.

Ακολούθως, διοικητής των αγωνιστών που βρίσκονταν στις φυλακές εκλέγεται ο Μπόμπι Σαντς. Στις 4 Φεβρουαρίου 1981, οι φυλακισμένοι εξέδωσαν ανακοίνωση ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν έλυσε ποτέ το ζήτημα και ανακοίνωσαν ότι είναι πιθανό να ξεκινήσουν μια νέα απεργία πείνας. Έτσι, η επόμενη απεργία ξεκινά την 1η Μαρτίου και ο «γελαστός Μπόμπι» ζητά να την ξεκινήσει μόνος του και να ακολουθούν άλλοι με κάποια χρονικά διαστήματα διαφορά, ούτως ώστε η διαμαρτυρία να αποκτήσει μεγαλύτερη έκταση και διάρκεια και να ασκηθεί περισσότερη πίεση στην Βρετανίδα Πρωθυπουργό από τον λαό.

Αρχικά, λίγος κόσμος ταυτίστηκε με τους σκοπούς της απεργίας. Μόλις 3500 διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους μερικές μέρες πριν την εκκίνηση της απεργίας. Όταν όμως μερικές μέρες μετά πέθανε από καρδιακή προσβολή ο ανεξάρτητος Δημοκρατικός βουλευτής, Τάιρον Μαγκουάιαρ, ο IRA έπεισε τον Μπόμπι Σαντς να κατέλθει στις εκλογές με το κίνημα «Anti H-Block» για να αποκτήσει το ζήτημα μεγαλύτερη προβολή. Στις 15 Μαρτίου, τον ακολουθεί στην απεργία ο Φράνσις Χιουζ και μια εβδομάδα μετά, ο Ρέιμοντ ΜακΚρις. Οι Δημοκρατικές παρατάξεις δεν κατέβασαν άλλο υποψήφιο, ενώ το «Ενωτικό Κόμμα του Ούλστερ» κατέβασε τον ανθυποψήφιο του Μπόμπι, Χάρυ Γουέστ. Όμως, ο Μπόμπι Σαντς είχε κερδίσει τον λαό, πείθοντάς τον για το δίκαιο του αγώνα του, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί ως Βουλευτής στις 9 Απριλίου 1981.

Ο λαός κατέβαινε στους δρόμους κατά δεκάδες χιλιάδες καθημερινά για να διαδηλώσουν υπέρ των πολιτικών κρατουμένων. Παρ’ όλες τις πιέσεις που δέχτηκε η κ. Θάτσερ, δεν ενέδωσε και επέμεινε ότι οι Ιρλανδοί επαναστάτες ήταν «τρομοκράτες» και έτσι έπρεπε να αντιμετωπίζονται. «Το έγκλημα είναι έγκλημα, είναι έγκλημα» ήταν η δήλωσή της, η οποία έμεινε στην ιστορία για την ωμότητα που περιείχε. Τον Μπόμπι τον πλησίασαν για να τον μεταπείσουν για την απεργία διάφοροι πολιτικοί αξιωματούχοι της Ιρλανδίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και σύμβουλοι του Πάπα, αλλά αυτός ήταν αποφασισμένος να απεργήσει μέχρι τέλους γιατί «δεν είχαν τίποτα να τον λυγίσουν σε ολόκληρο το οπλοστάσιό τους». Όταν ο Μπόμπι έφτασε κοντά στο τέλος της ζωής του, ο Υπουργός της κυβέρνησης για τη Βόρειο Ιρλανδία, Χάμφρει Άτκινς, δηλώνει ότι «αν ο κ. Σαντς επιμένει στην αυτοκτονία δεν είναι πρόβλημα της κυβέρνησης, αλλά δικό του».

Στις 23 Απριλίου, η αδελφή του Μαρκέλλα, διαμηνύει αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ότι η βρετανική κυβέρνηση παραβιάζει Άρθρα της Ευρωπαϊκής Χάρτας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στις 4 Μαΐου έλαβε απάντηση ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ζήτημα και ήταν καθαρά θέμα της κυβέρνησης.

Μία μέρα μετά, ο Ιρλανδός Βουλευτής και αγωνιστής του IRA, Μπόμπι Σαντς, διαβαίνει προς την αθανασία, αφού θυσιάζεται για τα πανανθρώπινα δικαιώματα. Στις 7 Μαΐου 1981 πραγματοποιείται η κηδεία του αγωνιστή, στην οποία παρέστησαν πάνω από 100 χιλιάδες άτομα για να του πουν το ύστατο χαίρε. Με τη θυσία του, ο Ιρλανδός έδωσε νέο νόημα στον αγώνα και θεμελίωσε την αφοσίωση του λαoύ προς το πάγιο αίτημα του Έθνους του για εθνική αποκατάσταση. Ήταν μόλις 27 χρονών, όμως γνώριζε καλά τη σημαντικότητα του πανανθρώπινου αγαθού της Ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μετά τον θάνατό του, ο Τζο ΜακΚόνελ αντικαθιστά τον Μπόμπι στην απεργία στις 8 Μαΐου, ενώ τέσσερις μέρες μετά χάνει τη ζωή του ο Φράνσις Χιουζ που ήταν μόλις 25 χρονών. Στις 14 Μαΐου, ο Μπρένταν ΜακΛάφλιν αντικαθιστά τον Φράνσις, όμως σταματά στις 26 Μαΐου εξαιτίας εσωτερικής αιμορραγίας, μερικές μέρες μετά τον θάνατο του ΜακΚρις και του Πάτσι Ο’ Χάρα. Συνολικά, δέκα αγωνιστές έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια αυτής της απεργίας πείνας. Σαντς, Χιουζ, ΜακΚρις, Ο’ Χάρα, ΜακΝτόνελ, Χιέρσον, Λιντς, Ντόχερτυ, ΜακΈλγουιν, Ντιβάιν. Οι απεργοί πείνας έπεσαν μαχόμενοι, προσπαθώντας να αφήσουν πίσω τους έναν καλύτερο κόσμο.

Σήμερα, απαξιώνονται από πολλούς οι αρετές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως, από την 1η Μαρτίου, μέχρι και τις 3 Οκτωβρίου του 1981, κάποιοι άνθρωποι άφηναν πίσω τους τις ζωές και τις ανέσεις τους και μετατράπηκαν σε σύμβολα του Αγώνα για Ελευθερία. Αρνήθηκαν κάθε υλικό αγαθό που θα μπορούσαν να απολαμβάνουν και αποφάσισαν να θυσιαστούν για την επανένωση και την Ελευθερία της πατρίδας τους.

«Ἀλήθεια δέν ξέρω γιατί, ἀλλά ὁ Μπόμπυ Σάντς, ἔφερε στήν ἄκρη τῆς πέννας τόν Εὐαγόρα Παλληκαρίδη. Ἄλλωστε δέν ἔχει σημασία. Ὁ ἥλιος θυμίζει τόν ἥλιο. Ἡ φλόγα τήν φλόγα. Κι ὁ ἀητός τόν ἀητὀ», έγραψε ο ποιητής Άνθος Λυκαύγης.

Έτσι και για εμάς, αποτελεί βαριά κληρονομιά η συνέχιση της συμβολικής διήμερης απεργίας πείνας, που πραγματοποιείται κάθε χρόνο, στις 13-15 Νοεμβρίου από μέλη της Π.Ε.Ο.Φ, με αφορμή την επέτειο της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Πέρα από το συμβολικό των ημερών, η συγκεκριμένη ενέργεια αποτελεί και απόδοση του ελάχιστου φόρου τιμής σε όλους αυτούς που θυσιάστηκαν, για να πνεύσουμε εμείς και οι επόμενες γενεές αέρα Ελευθερίας. Έχουμε χρέος να συνεχίσουμε αυτόν τον αγώνα και να μην παρεκκλίνουμε από αυτόν, για τους προγόνους μας, για εμάς και για τους απογόνους μας. Η συνέχιση του Αγώνα για την Ελευθερία και το Δίκαιο, θα είναι η ελπίδα για τα παιδιά μας.

Γραφείο Τύπου 
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης 

Μοιράσου το:

ΣΧΕΤΙΚΑ

Η 1η Οκτωβρίου 1960 καθιερώθηκε ως ημέρα ανακήρυξης της «ανεξαρτησίας» της Κύπρου από τους Βρετανούς.

Τα τρία παλληκάρια, που πάνω από όλα έβαλαν τον πόθο τους για Λευτεριά και Ένωση