Ο Υποστράτηγος Τάσος Μάρκου, γεννήθηκε στο Παραλίμνι στις 18 του Σεπτέμβρη του 1936. Γονείς του ήταν ο Μελής Μάρκου και η Μαρία Ξιούρου. Μέγαλωσε στην Αμμόχωστο όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Αρχικά, στο Δημοτικό σχολείο Αγίας Ζώνης και αργότερα στο Δημοτικό σχολείου Αγίου Λουκά, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1948 εισήχθη με εξετάσεις στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου.
Όταν αρχίζει ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, ο Τάσος εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ.Α. Στις 18 Δεκεμβρίου 1955, η ομάδα στην οποία συμμετείχε, μετά από ενέδρα τραυμάτισε σοβαρά δύο Άγγλους αξιωματικούς. Οι Άγγλοι, άρχισαν να καταζητούν τον Τάσο, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν για τη συμμετοχή του στην ενέδρα. Έτσι, μετά από αγωνιώδη προσπάθεια κατάφερε να διαφύγει από τη σύλληψη του και να φυγαδευτεί από την οργάνωση, στις 5 Ιανουαρίου του 1955 στην Αθήνα.
Εκεί κατάφερε να προετοιμαστεί για να υλοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Έδωσε εξετάσεις και εισάχθηκε στη σχολή Ευελπίδων. Το μυαλό του όμως ήταν στραμμένο στην αγωνιζόμενη πατρίδα του. Γι’ αυτό τον λόγο, τον Νοέμβριο του 1958 εγκαταλείπει μυστικά τη σχολή και επιστρέφει στην Κύπρο. Με την άφιξή του στην Κύπρο, μεταφέρεται αμέσως σε κρησφύγετο στη Λευκωσία, όπου συναντά τον τότε γενικό υπεύθυνο της Π.Ε.Κ.Α Τάσσο Παπαδόπουλο. Με το ψευδώνυμο «Γκούρας» αναλαμβάνει τη διοίκηση του τομέα Κυθραίας. Ο Τάσος Μάρκου δεν αργεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των συναγωνιστών του και να αναδιοργανώσει τον τομέα του μεταβάλλοντας τον σε ένα αξιόμαχο τμήμα της Οργάνωσης.
Με το τέλος του αγώνα, ο Τάσος Μάρκου αναχωρεί για την Αθήνα, ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή Ευελπίδων. Εκεί, ρίχνεται πάλι πίσω στη προσπάθεια για την επιτυχία στα μαθήματα της σχολής. Τον Αύγουστο του 1959, παίρνει το απολυτήριο του από τη σχολή και δίνει τον τιμημένο όρκο του Έλληνα Αξιωματικού. Με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού υπηρετεί τότε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Μετά από πρόσκληση του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, ο Τάσος εντάσσεται ως Λοχαγός στην νεοσύστατη Εθνική Φρουρά. Η τ/κ ανταρσία του Δεκεμβρίου 1963 βρίσκει τον Τάσο Μάρκου στις επάλξεις του αγώνα για την άμυνα της Λευκωσίας και ακολούθως στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία στον Πενταδάκτυλο.
Με την εκδήλωση της Τουρκικής Εισβολής την 20η Ιουλίου 1974, ο πλέον Ταγματάρχης Τάσος Μάρκου οργανώνει με μικρό αριθμό εφέδρων αμυντική γραμμή στην περιοχή του χωριού Χαμίτ Μάνδρες όπου είχε προηγηθεί ρίψη αλεξιπτωτιστών από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Ταγματάρχης Μάρκου τέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων εξουδετέρωσης του θύλακα Μπέκκιογιου. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιώναλλά και της δήθεν ανακωχής, ο Τάσος Μάρκου μεταφέρετε σε διάφορα μέτωπα ως που τελικά καταλήγει στο χωρίο Μια Μηλιά. Την 14η Αυγούστου, κατά την ημέρα της τελευταίας πράξης του Κυπριακού δράματος, το τάγμα του Τάσου δέχεται ανελέητο βομβαρδισμό και αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εχθρό μόνος του μέχρι εσχάτων, αφού το ΓΕΕΦ δεν ανταποκρινόταν. Αμετακίνητος φρουρός της γραμμής του και πιστός στο καθήκον του, ο Ταγματάρχης αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του. Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία λόγια του πριν χαθούν τα ίχνη του, τα οποία αγνοούνται μέχρι και σήμερα.
Το 2002 η Κυπριακή Δημοκρατία, εκτιμώντας το μέγεθος του ηρωισμού του και αποδίδοντας σε αυτόν την αρμόζουσα τιμή, προήγαγε τον Τάσο Μάρκου στο βαθμό του Υποστράτηγου.
«Μόνο πάνω από τα πτώματα μας θα περάσει ο εχθρός. Ο Τάσος Μάρκου δεν πρόκειται να οπισθοχωρήσει. Εδώ θα μείνει».
ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης