Η ρωσική εισβολή και η ανέλπιδη πολιτική Ελλάδος και Κύπρου

Από αέρος, ξηράς και θαλάσσης, η Ρωσία έχει εξαπολύσει μια στρατιωτική επίθεση στην Ουκρανία. Λίγες μέρες μετά τη ρωσική εισβολή, η κατάσταση στο ουκρανικό μέτωπο ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί, καθώς η φυγή των πολιτών είναι μαζική, με το Κίεβο να πολιορκείται από τον ρωσικό στρατό, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται σε εξέλιξη μάχες με ανταλλαγές σφοδρών πυρών σε πολλά σημεία της πόλης.

Η ιστορία της τρέχουσας σύγκρουσης  μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας χρονολογείται από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Καθώς η Ουκρανία έχει προσανατολιστεί περισσότερο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εντάσεις έχουν κλιμακωθεί, ιδιαίτερα από τότε που η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία το 2014 και οι αυτονομιστές απέκτησαν τον έλεγχο του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ.

Το 2021 σημειώθηκε μια μαζική επίδειξη δύναμης στα σύνορα της Ουκρανίας από ρωσικά στρατεύματα. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 η Ρωσία ξεκίνησε μια πλήρους κλίμακας εισβολή. Γιατί όμως ο Πούτιν συγκέντρωσε στρατεύματα στα σύνορα της Ουκρανίας το 2021 και τελικά εισέβαλε στις αρχές του 2022; Οι λόγοι περιλαμβάνουν τις άμεσες πυροδοτήσεις που σημειώθηκαν το 2021 και τη μακροπρόθεσμη στροφή προς τα δυτικά εντός της Ουκρανίας, την άρνηση εφαρμογής της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ και τον οπλισμό της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ.

Η Ρωσία παρουσίασε στις ΗΠΑ μια λίστα με αιτήματα, μερικά από τα οποία δεν ήταν εναρκτήρια για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στον Οργανισμό Βορειοατλαντικής Συνθήκης (ΝΑΤΟ). Ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαδίμηρος Πούτιν, ζήτησε από το ΝΑΤΟ να σταματήσει την επέκτασή του προς τα ανατολικά, να αρνηθεί την ένταξη στην Ουκρανία και να ανακαλέσει  την ανάπτυξη στρατευμάτων σε χώρες που είχαν ενταχθεί μετά το 1997, επειδή θεωρεί ότι αυτό αποτελεί απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ορισμένοι εξέχοντες Αμερικανοί στοχαστές της εξωτερικής πολιτικής υποστήριξαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου ότι το ΝΑΤΟ δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε πλησιάσει εξαρχής τα σύνορα της Ρωσίας. Ωστόσο, η πολιτική ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ στηρίζει ότι οι κυρίαρχες χώρες μπορούν να επιλέξουν τις δικές τους συμμαχίες ασφάλειας. Η υποχώρηση στις απαιτήσεις του Πούτιν θα έδινε στο Κρεμλίνο δικαίωμα βέτο στη λήψη αποφάσεων του ΝΑΤΟ.

Η παραβίαση των Συμφωνιών του Μινσκ από την πλευρά της Ρωσίας και η μη εφαρμογή τους από την Ουκρανία, όπως κατηγορεί η Μόσχα, ήταν το εφαλτήριο για τις τραγικές στιγμές που βιώνει η Ουκρανία και ο κόσμος ολόκληρος από τη ρωσική εισβολή. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι συμφωνίες του Μινσκ ήταν μια σειρά διεθνών συμφωνιών που προσπάθησαν να τερματίσουν τον πόλεμο στην περιοχή Ντονμπάς της Ουκρανίας. Η συμφωνία Μινσκ ΙΙ που υπογράφηκε το 2015 και ακολούθησε τη Μινσκ Ι, αποτελείτο από μια δέσμη 12 σημείων, που συμπεριλάμβανε κατάπαυση του πυρός, απόσυρση βαρέων όπλων από την πρώτη γραμμή, απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου, συνταγματική μεταρρύθμιση στην Ουκρανία, παραχώρηση αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές του Ντονμπάς και αποκατάσταση του ελέγχου των κρατικών συνόρων στην ουκρανική κυβέρνηση.

Η δεύτερη συμφωνία Μινσκ όρισε στρατιωτικά και πολιτικά βήματα που παρέμειναν ανεφάρμοστα έως και τη ρωσική εισβολή. Ένα από τα εμπόδια ήταν η επιμονή της Ρωσίας ότι δεν αποτελεί μέρος της σύγκρουσης και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από τους όρους της, κάτι που ενίσχυσε τους αυτονομιστές στις δυο Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς (Λ.Δ.Ν και Λ.Δ.Λ). Από την πλευρά της, η Ουκρανία ήθελε κατάπαυση του πυρός, έλεγχο των συνόρων Ρωσίας-Ουκρανίας, εκλογές στο Ντονμπάς και περιορισμένη μεταβίβαση της εξουσίας στους αυτονομιστές. Η Ρωσία θεωρούσε ότι οι συμφωνίες υποχρεώνουν την Ουκρανία να παραχωρήσει στις Λ.Δ.Ν και Λ.Δ.Λ στο Ντονμπάς πλήρη αυτονομία και εκπροσώπηση στην κεντρική κυβέρνηση, δίνοντας ουσιαστικά στη Μόσχα την εξουσία να ασκεί βέτο στις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής του Κιέβου. Μόνο τότε η Ρωσία θα επέστρεφε τα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας στον έλεγχο του Κιέβου. Στην ουσία, αυτό που ζητά ο κ. Πούτιν, είναι την εφαρμογή των συμφωνιών Μινσκ Ι και ΙΙ από την Ουκρανία.

Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν να είναι αδιάφορες μπροστά στη νέα σύγκρουση μεταξύ Δύσης-Ουκρανίας και Ρωσίας. Από τη μια η Ελλάδα, ούσα μέρος του ΝΑΤΟ, πρόκειται να επηρεαστεί στρατιωτικά, πολιτικά αλλά και οικονομικά από τη ρωσική εισβολή. Στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού της ρωσικής ισχύος και επέκτασης προς τα δυτικά, το ΝΑΤΟ αναπτύσσει στρατιωτικές δυνάμεις σε γειτονικές χώρες που αποτελούν μέλη του. Πέραν όμως της ανάπτυξης δυνάμεων, η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, αποφάσισε την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία. Η κίνηση αυτή, σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις οποίες στήριξε και η Ελλάδα, καθώς και τις επιπλέον κυρώσεις που επέβαλε η Ελλάδα για αναστολή της έκδοσης και ανανέωσης αδειών διαμονής επενδυτικού σκοπού που προέρχονται από πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ενδεχομένως να επιφέρει μελλοντικά ανθελληνικά μέτρα από την πλευρά της Ρωσίας. Ενδεικτικά, το μεγαλύτερο ποσοστό των σιτηρών που χρησιμοποιεί η ελληνική αλευροβιομηχανία εισάγεται από τη Ρωσία, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό φυσικού αερίου και πετρελαίου είναι επίσης ρωσικής προέλευσης.

Όσον αφορά το κυπριακό κράτος, είναι γνωστή η τεράστια εξάρτηση της οικονομίας του από τους Ρώσους επενδυτές και τουρίστες, ενώ πραγματοποιούνται επίσης εισαγωγές, σημαντικού ποσοστού, σιταριού και φυσικού αερίου ρωσικής προέλευσης. Επομένως, η στήριξη της Κύπρου στις ευρωπαϊκές κυρώσεις πιθανόν να μεταβάλει σημαντικά τις οικονομικές σχέσεις Κύπρου-Ρωσίας, σε βαθμό αρνητικό για την πλευρά της Κύπρου, σε περίπτωση που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μεριμνήσει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απεξάρτησή της από χώρες που αποβλέπουν μόνο στην οικονομική τους ενίσχυση και ενεργούν εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Δηλαδή, το ζήτημα δεν είναι η όποια στήριξη Ελλάδας και Κύπρου προς την Ουκρανία ή προς τα μέτρα που επιβάλλονται κατά της Ρωσίας, η οποία είναι βεβαίως επιβεβλημένη, αλλά το γεγονός ότι τα δύο ελληνικά κράτη δεν έπραξαν ποτέ αρκετά για να ενισχύσουν ουσιαστικά το ελληνικό Έθνος. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί και ο ρόλος της Τουρκίας απέναντι στη ρωσική εισβολή.

Η Τουρκία, μπορεί να καταδίκασε τη ρωσική εισβολή και να έκλεισε τα στενά του Βοσπόρου, επικαλούμενη τη συνθήκη του Μοντρέ, όμως οι ρωσοτουρκικές σχέσεις δεν φαίνεται να επλήγησαν. Η Τουρκία δεν συμμετείχε στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ενώ σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ρώσου πρέσβη στην Κύπρο, «πυροβολούν στο πόδι τους οι Ευρωπαίοι» με τις κυρώσεις, καθώς εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο, πολλές ευρωπαϊκές χώρες στηρίζονται ενεργειακά και όχι μόνο στη Ρωσία. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα του πώς η Ρωσία θα αποφύγει το οικονομικό αδιέξοδο που προκύπτει από τις κυρώσεις. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο παρελθόν, η Τουρκία παραβίασε κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ κατά του Ιράν, συνεργαζόμενη με τη Ρωσία. Πρέπει επομένως να αναμένεται, ότι εάν και εφόσον η Τουρκία επιτύχει να εξασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα με μια νέα συνεργασία με τη Ρωσία, οι κυρώσεις που επιβάλλονται αυτή τη στιγμή από τις ευρωπαϊκές χώρες θα παραβιαστούν εκ νέου, με απώτερο σκοπό το όφελος τόσο της Τουρκίας, όσο και της Ρωσίας. Έτσι, η Ρωσία θα «επενδύσει» στις σχέσεις της με την Τουρκία, προκειμένου να ανακάμψει οικονομικά.

Συμπερασματικά, η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα έπρεπε να βασίζουν τα οικονομικά και εθνικά τους συμφέροντα ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στη Ρωσία, ούτε και σε οποιαδήποτε χώρα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να στραφεί κατά του Ελληνισμού. Τα δύο ελληνικά κράτη διατηρούσαν πάντοτε υποχωρητική στάση, ακριβώς εξαιτίας αυτής της εξάρτησης. Ορθώς παρέχεται στήριξη στην Ουκρανία και ορθώς καταδικάζεται η Ρωσία. Ταυτόχρονα όμως, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να αναθεωρήσουν τις συμμαχίες τους, προκειμένου αυτές να κατευθυνθούν προς την ουσιαστική ενίσχυση του Ελληνισμού.

Οι συνέπειες του πολέμου θα έχουν ως αποτέλεσμα την προσφυγοποίηση ανθρώπων και τον θάνατο αμάχων. Γεγονότα διόλου άγνωστα στους Έλληνες της Κύπρου που βιώνουν στο πετσί τους εδώ και δεκαετίες τις συνέπειες της εισβολής. Μιας εισβολής που δεν καταδικάστηκε ποτέ με παρόμοιο τρόπο από την κοινή γνώμη και που δεν ευαισθητοποιήθηκαν ποτέ οι δυτικοί για να την σταματήσουν. Δεν περιμέναμε βέβαια και πολλά από τους ξένους, εφόσον οι ίδιοι οι κυβερνώντες ξέχασαν την εισβολή στην Κύπρο και δηλώνουν ευθαρσώς ότι η ρωσική εισβολή αποτελεί την πρώτη εισβολή σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ορθή λοιπόν η καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά απαιτούμε παρόμοια ευαισθητοποίηση και για την Κύπρο που εδώ και 47 χρόνια παραμένει σκλαβωμένη και αδικαίωτη.

Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης

Μοιράσου το:

ΣΧΕΤΙΚΑ

Η 1η Οκτωβρίου 1960 καθιερώθηκε ως ημέρα ανακήρυξης της «ανεξαρτησίας» της Κύπρου από τους Βρετανούς.

Τα τρία παλληκάρια, που πάνω από όλα έβαλαν τον πόθο τους για Λευτεριά και Ένωση