«στη γλώσσα που πρωτομίλησα»
Τις κατά τόπους μορφές της Νέας Ελληνικής γλώσσας τις ονομάζουμε κοινώς διαλέκτους. Στη γλωσσική, όμως, επιστήμη γίνεται διαχωρισμός σε δύο κατηγορίες: τη διάλεκτο και το ιδίωμα. Με απλά λόγια, διάλεκτος ονομάζεται η τοπική γλωσσική παραλλαγή της οποίας οι διαφορές από την Κοινή Νεοελληνική είναι μεγάλες και δυσκολεύουν έναν ομόγλωσσο που δεν είναι ντόπιος, να κατανοήσει πλήρως το νόημα του λόγου. Ιδίωμα ονομάζεται η τοπολαλιά με αισθητές διαφορές από την Κοινή, που όμως, δεν δυσκολεύουν στην κατανόηση του νοήματος.
Σήμερα, διάλεκτοι θεωρούνται: η Ποντιακή, η Καππαδοκική, η Τσακωνική και η Κατωιταλική. Όλες οι άλλες διαφοροποιήσεις της Κοινής Νεοελληνικής ονομάζονται ιδιώματα. Βέβαια, το κρητικό και κυπριακό ιδίωμα ονομάζονται, κατά παραχώρηση, διάλεκτοι, αναγνωρίζοντας έτσι, μια ενδιάμεση βαθμίδα γλωσσικής διαφοροποίησής. Την εποχή της Αναγέννησης και της Φραγκοκρατίας, η ενδιάμεση αυτή βαθμίδα μας έδωσε και γραπτά μνημεία, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ιδιώματα, τα οποία μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά μόνο προφορικά.
Ως απάντηση σε αυτούς που θεωρούν τον διαλεκτικό λόγο στρέβλωση της ελληνικής γλώσσας απαντούν ορισμένοι ειδικοί, παρομοιάζοντας τις διαλέκτους με «μικρά ποταμάκια που τροφοδοτούν και ενισχύουν το μεγάλο ποτάμι, που είναι η μητρική μας γλώσσα. Αν οι παραπόταμοι στερέψουν, θα φτωχύνει μαζί τους και το μεγάλο ποτάμι». Αποτελούν ίσως το σημαντικότερο στοιχείο του λαϊκού μας πολιτισμού, ένα ζωτικής σημασίας κληροδότημα που οφείλουμε, αφού το αγαπήσουμε, να το διατηρήσουμε και να το μεταδώσουμε, μετατρέποντάς το σε συνειδητή κληρονομιά.
«Που ρίζας τζαι που θεμελιού
τα γρόνια της λαλιάς μας
τα μέτρησα τζ’ εν ακριβώς
όσα εν τα μαλλιά μας.
Εμμε το φως συνότζαιρα
προ του Χριστού τα χρόνια.
Εν σαν σιταροβούναρα
στης Μεσαρκάς τ’ Αλώνια»
Η αρχαία διάλεκτος της Κύπρου, λόγω της απομόνωσής του νησιού από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, παρέμεινε άθικτη στην αρχαϊκή της μορφή μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους (300 π.Χ.-550 μ.Χ.). Είναι, ουσιαστικά, η αρχαιότερη ελληνική διάλεκτος με αρκετούς ιστορικούς να τη θεωρούν, σήμερα, ως τη μοναδική πραγματικά ζωντανή ελληνική διάλεκτο. Ανήκει στη λεγόμενη νησιωτική ζώνη του «ίντα» (μαζί με την Κρήτη, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα), επειδή χρησιμοποιεί την αντωνυμία «ίντα» (< τι ένι τα) αντί της αντωνυμίας «τι» στην εισαγωγή ερωτηματικών προτάσεων. Ακούγοντας τη διάλεκτο αυτή, προσέχουμε αμέσως την προφορά των διπλών συμφώνων της αρχαίας ελληνικής (άλ-λος, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, κρεμ-μός, πίν-νω), κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη διάλεκτο. Κατάλοιπα της αρχαίας ελληνικής είναι και οι ρηματικές καταλήξεις: -μεθαν, -ομεν, -ουσιν και –ασιν (κλώθουσιν, φεύκουσιν, εχαθήκασιν). Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν λέξεις όπως ο «βόρτακος», την οποία χρησιμοποιούσαν οι Αχαιοί από τον 12 αι. π.Χ. και την χρησιμοποιούμε απαράλλαχτη μέχρι σήμερα.
Βέβαια, δεν μιλάνε σε όλο το νησί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Συνολικά, συναντάμε 18 ιδιώματα της κυπριακής διαλέκτου με επικρατέστερα αυτά της Πάφου (βαρετή, ελλειπτική προφορά), της Μόρφου (υπερβολικό κράτημα της φωνής), της Λεμεσού, των Κοκκινοχωρίων, το ορεινό (πολύ γρήγορη ομιλία) και της Λευκωσίας.
«Η γλώσσα μας είναι επίσης και ιστορία μας»
Μελετώντας τον πλούτο της κυπριακής διαλέκτου, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και κομμάτια της ιστορίας του νησιού. Κάθε λαός που πέρασε από το νησί άφησε πίσω του γλωσσικά κατάλοιπα, τα οποία δημιούργησαν ένα κράμα μνήμης, ιστορίας και πολιτισμών. Αναλύοντας τη γλώσσα λοιπόν, ξεδιπλώνεται και το νήμα της ιστορίας ενός τόπου. Συναντούμε λέξεις των Αχαιών και των Αρκάδων, όπως «βόρτακος, βαβάτσινός». Λέξεις της Κλασσικής εποχής, όπως «βουρώ, πιντώννω», που αποτελούν και τον κορμό της κυπριακής διαλέκτου. Πώς να μην νιώσει κανείς συγκίνηση χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις με τις οποίες έγραψε ο Όμηρος τα έπη του; Από την Αττική διάλεκτο έχουμε λέξεις όπως «δείλης, λαώννω, πελλός». Και πώς να μην νιώσει κανείς δέος χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις με τις οποίες έγραφαν οι Απόστολοι; Την περίοδο της Φραγκοκρατίας, που ξεκινά το 1192, εντάσσονται αρκετές λέξεις από την αρχαία Γαλλική, όπως «σιμιντίριν, φλαούνα, ζαλατίνα, ζάμπα», αλλά και ελάχιστες αραβικές όπως «παττίχα, κούλου-μάκκα». Τα αμέσως επόμενα χρόνια, το νησί κατακτούν η Ενετοί, μέχρι το 1570. Φεύγοντας όμως, άφησαν πίσω τους λέξεις όπως «πότσα, μάτσα, φόκος, κλάππα». Τις δύο αυτές περιόδους, έχουμε ουσιαστικά την μεσαιωνική κυπριακή διάλεκτο. Η νεότερη φάση της διαλέκτου, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα, ξεκινά το 1571 με την Τουρκοκρατία και λέξεις όπως «ατζαμής, σαματτάς». Εμφανή είναι και τα απομεινάρια της Αγγλοκρατίας κάθε φόρα που χρησιμοποιούμε τις λέξεις «κανσελλάρω, σουττάρω, παρκάρω, φλερτάρω, ρισκάρω». Κατά την περίοδο αυτή, στην προσπάθεια τους οι Άγγλοι να αφελληνίσουν το νησί, πολέμησαν την κυπριακή διάλεκτο αφού γνώριζαν ξεκάθαρα ότι είναι διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας. Ο Άγγλος Αρμοστής Sir Robert Biddulph είχε εισηγηθεί, ανεπιτυχώς, την αντικατάσταση της γλώσσας διδασκαλίας στα σχολεία, από ελληνική σε αγγλική. Προσπάθησαν με προπαγάνδα να πείσουν τους κατοίκους του νησιού ότι η διάλεκτός τους δεν είναι Ελληνική και ότι ούτε οι Κύπριοι είναι Έλληνες. Οι Κύπριοι, όμως, δεν έμειναν με τα χέρια σταυρωμένα. Βλέπουμε ποιητικές συνθέσεις, οι οποίες αναπτερώνουν το ηθικό των Κυπρίων, όπως αυτή του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η Κύπρος (Προς τους λέγοντας ότι δεν είναι Εληνική)» αλλά και το «Καρτερούμεν μέρα νύχτα» του Δημήτρη Λιπέρτη. Μετά την Τουρκική εισβολή του 1974, και τη βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, αρκετά από τα τοπικά ιδιώματα που είχαν προηγουμένως αναπτυχθεί, υποχώρησαν μπροστά στην νεοελληνική κοινή. Η διάλεκτός μας, παρόλες τις επιρροές από τόσους πολλούς πολιτισμούς σε βάθος τόσων αιώνων δεν αλλοιώθηκε. Δεν έχασε ποτέ τις ελληνικές της ρίζες. Παρά μόνο εμπλουτίστηκε και απέκτησε τη σημερινή της μορφή καθιστώντας την μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ελληνικές διαλέκτους και χάρη στη μουσικότητά της, μία από τις πιο εύηχες.
«μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά»
Το νησί, γέννησε πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες όπως τον Βασίλη Μιχαηλίδη (1849-1917) και τον Δημήτρη Λιπέρτη (1866-1937), αλλά και νεότερους όπως τον Παύλο Λιασίδη (1901-1985), οι οποίοι χρησιμοποίησαν την κυπριακή διάλεκτο για την παραγωγή του έργου τους. Βέβαια, όσον αφορά την λογοτεχνική παραγωγή του νησιού, υπάρχουν αρκετοί ποιητές άλλα και πεζογράφοι που εκφράζονται στην Κυπριακή ακόμη και σήμερα, όπως επίσης κυπριακά παραδοσιακά και δημοτικά τραγούδια, σκετς, θεατρικές και τηλεοπτικές σειρές. Εξαιρετικά είναι επίσης και τα κυπριώτικα ερωτικά σονέτα του 15ου αιώνα. Ακόμη και αυτά τα κατεξοχήν «κυπριακά» έργα όμως, αποτελούν παραλλαγές τύπων που συναντάμε στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, ακόμα και αν πολλές φορές η κυπριακή εκδοχή ανήκει κατά γενική ομολογία στις πιο αξιόλογες που κυκλοφορούν. Εξαιτίας της απομόνωσης του νησιού, οι Κύπριοι λογοτέχνες έμεναν, δυστυχώς, λογοτέχνες της περιφέρειας, χωρίς να επηρεάζουν την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν δημιούργησαν δηλαδή κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα και μόνο ορισμένες εξαιρέσεις κατάφεραν να συγκινήσουν τον εθνικό κορμό. Αυτό, αποδόθηκε από ορισμένους στο γεγονός ότι έγραφαν στη κυπριακή διάλεκτο. Ο Κωστής Παλαμάς, προλογίζοντας τον δεύτερο τόμο των «Τζυπριώτικων Τραουθκιών» του Λιπέρτη, παρατηρεί ότι ο ποιητής αγνοεί την εξέλιξη της ελληνικής ποίησης της εποχής του. Ο Κώστας Μόντης υπήρξε από τους σημαντικότερους σύγχρονους Κύπριους ποιητές, ο οποίος μάλιστα προτάθηκε και για το βραβείο Νόμπελ. Έγραψε τόσο στην κοινή νεοελληνική όσο και στην κυπριακή διάλεκτο, «στην γλώσσα που πρωτομίλησε». Το 1972 μετέφρασε την Λυσιστράτη του Αριστοφάνη στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα. Ορισμένα από τα ιδιωματικά του ποιήματα μελοποιήθηκαν και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.
«την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» και την διάλεκτο κυπριακή
Σύμφωνα με τον κ. Μπαμπινιώτη «οι άνθρωποι εδώ στην Κύπρο διαθέτουν δύο προνόμια. Μια κοινή γλώσσα καλλιεργημένη, που είναι η ελληνική και μια διάλεκτο της ελληνικής που είναι πλούσια, την κυπριακή. Δεν βρίσκονται αυτές οι δύο μορφές της ελληνικής σε αντιπαράθεση, αλλά έχουν μια συμπληρωματική σχέση μεταξύ τους». Θα ήταν λάθος λοιπόν, ο δάσκαλος ή ο γονέας, να διορθώσει το παιδί όταν αυτό χρησιμοποιεί λέξεις της κυπριακής διαλέκτου. Είναι πραγματικά κρίμα, το γεγονός ότι πλέον η Κυπριακή διάλεκτος δεν χρησιμοποιείται σε τέτοιο βαθμό όπως παλαιότερα, κυρίως λόγω της απομάκρυνσης των ανθρώπων από τα χωριά και του συνωστισμού τους στις πόλεις. Είναι χρέος μας να διασφαλίσουμε πως η κληρονομία της διαλέκτου μας δε θα χαθεί. Γιατί αν χαθεί, χάνεται μαζί της και ένα τεράστιο κομμάτι του πολιτισμού που αυτή εκπροσωπεί. Γιατί αν χαθεί, χάνεται μαζί της και η ιστορίας μας, η ταυτότητά μας.
«Σε τι βαθιούς κόρφους, σε τι βυθούς
έκρυψες τη γλώσσα σου
να μη σού την αγγίξουν τρεις χιλιάδες χρόνια,
σε τι βαθιούς κόρφους, σε τι βυθούς
έκρυψες τα Ελληνικά σου
να μη σου τ’ αγγίξουν τρεις χιλιάδες χρόνια;»
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης