«Έπεσαν» οι υπογραφές για τη συμφωνία τμηματικής οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών, Νίκο Δένδια και Σάμεχ Σούκρι αντίστοιχα, στο Κάιρο. Χρειάστηκαν 15 χρόνια διαπραγματεύσεων, προκειμένου η Ελλάδα να φτάσει σε συμφωνία με την Αίγυπτο για τη χάραξη μερικής ΑΟΖ, η οποία αλλάζει άρδην το τοπίο και τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Όμως, παρά το ότι η εν λόγω συμφωνία αποτελεί μια απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις, η ελληνική πλευρά δεν επιδίωξε την πλήρη επήρεια της Ρόδου και της Κρήτης στις θαλάσσιες ζώνες, ενώ δεν συμπεριέλαβε καθόλου το Καστελλόριζο στην οριοθέτηση της θαλάσσιας ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Το γεγονός αυτό, μπορεί να καταστεί εκμεταλλεύσιμο στις επερχόμενες ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, καθώς η Τουρκία ήδη αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών.
Η ελληνική διπλωματία είχε εντατικοποιήσει τις συνομιλίες με το Κάιρο ήδη από το τέλος του 2019 με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, που εφηύρε θαλάσσια σύνορα Τουρκίας – Λιβύης, αγνοώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, καθώς η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει την επήρεια των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες, κάτι που προνοείται από τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. Η συμφωνία με το Κάιρο είναι μερική, διότι η αιγυπτιακή πλευρά αποδέχθηκε την οριοθέτηση μόνο στα σημεία που την αφορούν αποκλειστικά, αποφεύγοντας την επέκτασή της προς περιοχές, όπου η διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι τριμερής. Δηλαδή τόσο προς τα δυτικά, όπου εκκρεμούν διαφορές με τη Λιβύη, όσο και προς τα ανατολικά, όπου η Τουρκία αμφισβητεί την επήρεια του Καστελλορίζου στη διαμόρφωση θαλάσσιων δικαιοδοσιών.
Η απουσία, όμως, του Καστελλορίζου και της ανατολικής Ρόδου, συγχρονίζεται με την εδώ και χρόνια τουρκική επεκτατική στρατηγική ιδιοποίησης της ανατολικής Μεσογείου ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, ο οποίος τέμνει στη μέση τη Ρόδο. Η Ελλάδα φάνηκε απρόθυμη να διεκδικήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, δείχνοντας αδυναμία και φόβο ως προς την αντίδραση της Άγκυρας. Για την ακρίβεια, φοβόταν το ενδεχόμενο η Τουρκία να προχωρούσε σε έρευνες και γεωτρήσεις στην συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, θέτοντας στην Αθήνα το δίλημμα, να αποδεχθεί το τετελεσμένο ή να αντιδράσει στρατιωτικά σε μία γεωγραφική περιοχή που είναι ευνοϊκή για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «εθνική επιτυχία», υποστηρίζοντας πως «η συμφωνία με την Αίγυπτο στέλνει εντός κι εκτός Ελλάδας το μήνυμα ότι όταν η διπλωματία λειτουργεί με βάση το Διεθνές Δίκαιο, μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Και μόνο το Διεθνές Δίκαιο είναι αυτό που εγγυάται τελικά την αρμονική συνύπαρξη των λαών και την ειρηνική επίλυση των όποιων διαφορών». Δυστυχώς, η επιθετικότητα της Τουρκίας και η πρόκληση για τη δημιουργία τετελεσμένων μέσω επεισοδίων, δεν κάμπτεται μέσω του Διεθνούς Δικαίου. Το ίδιο το τουρκολιβυκό μνημόνιο, καθώς και οι τελευταίες τουρκικές προκλήσεις αποτελούν απόδειξη αυτού.
Επίσης, σε αντίθεση με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Τουρκία ενεργεί με βάση το «τουρκικό διεθνές δίκαιο», προσπαθώντας να δημιουργήσει τετελεσμένα που την ευνοούν. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα μεταφράζει κατά το δοκούν το Διεθνές Δίκαιο, και αξιοποιεί μόνο ένα μικρό του κομμάτι, το οποίο εξυπηρετεί τις πολιτικές της. Ουδαμώς επηρεάζεται από το δίκαιο, ενώ δεν πτοείται και από τις συμφωνίες που υπογράφει η Ελλάδα. Αντιθέτως, το μόνο το οποίο μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία στο να αναθεωρήσει, είναι μία δυνατή αποτρεπτική ισχύς της Ελλάδας, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, και ισχυρές αμυντικές συμμαχίες με χώρες της Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής.
Κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται, είναι πως η συμφωνία έθεσε υπό αμφισβήτηση το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης, αφού αποτελεί μια πρωτοβουλία δύο χωρών βασισμένη στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, με την οποία είναι πλήρως ασύμβατο το μνημόνιο που υπέγραψε η Άγκυρα με την κυβέρνηση Σάρατζ της Λιβύης. Εκεί εδράζονται και οι κυβερνητικές εκτιμήσεις για «ακύρωση» αυτού του μνημονίου στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, η ακύρωση του μνημονίου πρέπει να είναι σύμφωνη με τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Το μόνο επιχείρημα της Άγκυρας έναντι της συμφωνίας Ελλάδος-Αιγύπτου είναι πως οριοθετείται περιοχή που βρίσκεται εντός της υφαλοκρηπίδας που η ίδια έχει δηλώσει στον ΟΗΕ και ότι θίγει δικαιώματα της Λιβύης. Ίσως αυτή η αντίδραση να ήταν αναμενόμενη. Είναι παράλογο η Τουρκία, η οποία έχει υιοθετήσει μια παράνομη οριοθέτηση σε συμφωνία με ένα κράτος περιορισμένης αρμοδιότητας, να αντιδρά τόσο επίμονα έναντι μιας άλλης συμφωνίας.
Σε καμία περίπτωση όμως, δεν πρέπει η κυβέρνηση να αφήνει να αμφισβητούνται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Σίγουρα, πρόκειται για μια σημαντική συμφωνία η οποία, θέτει νομικά κωλύματα στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά η μερική οριοθέτηση και κυρίως η μειωμένη επήρεια δεν δικαιολογεί καμία βεβιασμένη κίνηση. Εκφράζει διγλωσσία σχετικά με τις ελληνικές θέσεις το γεγονός ότι η επίσημη θέση της χώρας μας είναι ότι θα έπρεπε οι ΑΟΖ να οριοθετούνται με βάση την αρχή της Μέσης Γραμμής και τα νησιά να έχουν πλήρη επήρεια, αλλά αντιθέτως με την ελληνο-αιγυπτιακή, συμφωνήθηκε μειωμένη επήρεια στην Κρήτη, την Ρόδο και μηδαμινή στο σύμπλεγμα των 13 νησιών του Καστελλορίζου, χωρίς να υιοθετείται η αρχή της Μέσης Γραμμής.
Το γεγονός ότι η χάραξη της ΑΟΖ γίνεται ανατολικά μέχρι τον 28ο μεσημβρινό, είναι κάτι που συμμερίζεται την πολιτική της Τουρκίας, η οποία πάντοτε αμφισβητούσε ότι υπάρχουν ελληνικά δικαιώματα από τον 28ο μεσημβρινό μέχρι τον 32ο. Η συμφωνία προφανώς δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, όμως είναι ξεκάθαρο από το πνεύμα της ότι υποσκάπτει το επιχείρημα περί πλήρους επήρειας των νησιών και επομένως, πλήρους επήρειας του Καστελλόριζου. Επομένως, εφόσον το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, δηλαδή η Κρήτη, δεν εξασφάλισε πλήρη επήρεια και δύσκολα θα την εξασφαλίσει το Καστελλόριζο, αν δεν πραγματοποιηθούν άμεσα οι απαραίτητες ενέργειες, καθιστά δυσκολότερο το κομμάτι της οριοθέτησης με την Κύπρο, που θα έπρεπε να είναι ύψιστης σημασίας για την Ελλάδα, αν ήθελε να εξυπηρετήσει τους στρατηγικούς της σκοπούς. Κάτι που θα υφίστατο, αν υπήρχε σχέδιο εθνικής στρατηγικής και δεν περιοριζόταν σε τακτικισμούς και βεβιασμένες ενέργειες. Αν η Ελλάδα οριοθετούσε με την Κύπρο, όπως έπρεπε, θα δημιουργούνταν οι αντίστοιχες νομικές ακυρώσεις του τουρκολιβυκού μνημονίου και δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι θα δημιουργούνταν περαιτέρω αντιδράσεις εκ μέρους της Τουρκίας από αυτές που ήδη έγιναν.
Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης